ἀντιπροκαλέομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπροκᾰλέομαι''': μέσ., [[ἀντιτάσσω]] πρόκλησιν κατὰ προκλήσεως, ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἠγούμην δίκαι’ [[εἶναι]], ἀντιπροκαλεῖσθαι Δημ. 979. 9: προκαλοῦμαι τὸν προκαλεσάμενον, ἀντιπροκαλούμεθα ὑμᾶς... ἐκχωρεῖν Φρεγέλης Διον. Ἁλ. τ. 4. σ. 2325 Reisk: - Ἐντεῦθεν ἀντιπρόκλησις, εως, ἡ, «ἀντιπροκλήσεις, ἀντιλογίαι, ἀντεγκλήματα» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀντιπροκᾰλέομαι''': μέσ., [[ἀντιτάσσω]] πρόκλησιν κατὰ προκλήσεως, ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἠγούμην δίκαι’ [[εἶναι]], ἀντιπροκαλεῖσθαι Δημ. 979. 9: προκαλοῦμαι τὸν προκαλεσάμενον, ἀντιπροκαλούμεθα ὑμᾶς... ἐκχωρεῖν Φρεγέλης Διον. Ἁλ. τ. 4. σ. 2325 Reisk: - Ἐντεῦθεν ἀντιπρόκλησις, εως, ἡ, «ἀντιπροκλήσεις, ἀντιλογίαι, ἀντεγκλήματα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />stipuler en retour <i>ou</i> à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], προκαλέομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
Med.,
A retort a legal challenge (πρόκλησις), D.37.43; challenge in turn, c. acc. et inf., D.H. 15.8.
German (Pape)
[Seite 259] (s. καλέω), dagegen einen Vorschlag, Bedingungen machen, Dem. 37, 43; D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροκᾰλέομαι: μέσ., ἀντιτάσσω πρόκλησιν κατὰ προκλήσεως, ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἠγούμην δίκαι’ εἶναι, ἀντιπροκαλεῖσθαι Δημ. 979. 9: προκαλοῦμαι τὸν προκαλεσάμενον, ἀντιπροκαλούμεθα ὑμᾶς... ἐκχωρεῖν Φρεγέλης Διον. Ἁλ. τ. 4. σ. 2325 Reisk: - Ἐντεῦθεν ἀντιπρόκλησις, εως, ἡ, «ἀντιπροκλήσεις, ἀντιλογίαι, ἀντεγκλήματα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
stipuler en retour ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, προκαλέομαι.