ἀπόθλιψις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόθλιψις''': -εως, ἡ, τὸ ἀποθλίβειν, τὸ δι’ ἀποθλίψεως ἐξάγειν, «[[πάτημα]]», τὴν ἐν τοῖς ληνοῖς ἀπόθλιψιν τῶν βοτρύων Διόδ. 3. 63. ΙΙ. [[ἔκθλιψις]], [[ἐκβολή]], ἐκδίωξις, Λουκ. Δικ. Φων. 2.
|lstext='''ἀπόθλιψις''': -εως, ἡ, τὸ ἀποθλίβειν, τὸ δι’ ἀποθλίψεως ἐξάγειν, «[[πάτημα]]», τὴν ἐν τοῖς ληνοῖς ἀπόθλιψιν τῶν βοτρύων Διόδ. 3. 63. ΙΙ. [[ἔκθλιψις]], [[ἐκβολή]], ἐκδίωξις, Λουκ. Δικ. Φων. 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />expulsion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποθλίβω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόθλιψις Medium diacritics: ἀπόθλιψις Low diacritics: απόθλιψις Capitals: ΑΠΟΘΛΙΨΙΣ
Transliteration A: apóthlipsis Transliteration B: apothlipsis Transliteration C: apothlipsis Beta Code: a)po/qliyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pressing, βοτρύων D.S.3.63.    II squeezing out of one's place, Luc.Jud.Voc.2.

German (Pape)

[Seite 303] ἡ, das Auspressen, D. Sic. 3, 63; Verdrängen, Luc. Iud. Voc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόθλιψις: -εως, ἡ, τὸ ἀποθλίβειν, τὸ δι’ ἀποθλίψεως ἐξάγειν, «πάτημα», τὴν ἐν τοῖς ληνοῖς ἀπόθλιψιν τῶν βοτρύων Διόδ. 3. 63. ΙΙ. ἔκθλιψις, ἐκβολή, ἐκδίωξις, Λουκ. Δικ. Φων. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
expulsion.
Étymologie: ἀποθλίβω.