ἀποβίωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβίωσις''': -εως, ἡ ἐκ τοῦ βίου [[ἀπέλευσις]], [[τελευτή]], [[θάνατος]], Πλούτ. 2. 389Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 4253, κ. ἀλλ.: ― [[ἐντεῦθεν]], ἀποβιώσιμος, ον, ἀποβιώσιμος [[διάταξις]], [[διαθήκη]], μεταγεν., Βυζ.
|lstext='''ἀποβίωσις''': -εως, ἡ ἐκ τοῦ βίου [[ἀπέλευσις]], [[τελευτή]], [[θάνατος]], Πλούτ. 2. 389Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 4253, κ. ἀλλ.: ― [[ἐντεῦθεν]], ἀποβιώσιμος, ον, ἀποβιώσιμος [[διάταξις]], [[διαθήκη]], μεταγεν., Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />décès, mort.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βιόω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβίωσις Medium diacritics: ἀποβίωσις Low diacritics: αποβίωσις Capitals: ΑΠΟΒΙΩΣΙΣ
Transliteration A: apobíōsis Transliteration B: apobiōsis Transliteration C: apoviosis Beta Code: a)pobi/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ceasing to live, death, Plu.2.389a, CIG4253 (Lycia),al.

German (Pape)

[Seite 297] ἡ, das Ableben, Plut. de Εἰ ap. Delph. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβίωσις: -εως, ἡ ἐκ τοῦ βίου ἀπέλευσις, τελευτή, θάνατος, Πλούτ. 2. 389Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 4253, κ. ἀλλ.: ― ἐντεῦθεν, ἀποβιώσιμος, ον, ἀποβιώσιμος διάταξις, διαθήκη, μεταγεν., Βυζ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
décès, mort.
Étymologie: ἀ, βιόω.