ἀπολείβω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολείβω''': μέλλ. -ψω, [[στάζω]] τι, [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ [[ἀποσπένδω]], [[ἀπολείψας]] (μετοχ. ἀορ. ἴδε Λοβ. Φρύν. 713) Ἡσ. Θ. 793· [[δένδρον]] ἀπολεῖβον [[μέλι]], σταλάζον [[μέλι]], Διόδ. 17. 75, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 21· μεταφ., ἴχνη τὰ ἑταιρικὰ ὥραν ἀπολείβει Κωμ. Ἀνωνύμ. 39: ― Παθ., [[στάζω]] ἤ ῥέω [[κάτω]], ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν [[ἔλαιον]] Ὀδ. Η. 107· αἷμ’ ἀπελείβετ’ ἔραζε Ἡσ. Ἀσπ. 174.
|lstext='''ἀπολείβω''': μέλλ. -ψω, [[στάζω]] τι, [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ [[ἀποσπένδω]], [[ἀπολείψας]] (μετοχ. ἀορ. ἴδε Λοβ. Φρύν. 713) Ἡσ. Θ. 793· [[δένδρον]] ἀπολεῖβον [[μέλι]], σταλάζον [[μέλι]], Διόδ. 17. 75, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 21· μεταφ., ἴχνη τὰ ἑταιρικὰ ὥραν ἀπολείβει Κωμ. Ἀνωνύμ. 39: ― Παθ., [[στάζω]] ἤ ῥέω [[κάτω]], ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν [[ἔλαιον]] Ὀδ. Η. 107· αἷμ’ ἀπελείβετ’ ἔραζε Ἡσ. Ἀσπ. 174.
}}
{{bailly
|btext=laisser tomber goutte à goutte ; <i>Pass.</i> tomber goutte à goutte de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λείβω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολείβω Medium diacritics: ἀπολείβω Low diacritics: απολείβω Capitals: ΑΠΟΛΕΙΒΩ
Transliteration A: apoleíbō Transliteration B: apoleibō Transliteration C: apoleivo Beta Code: a)polei/bw

English (LSJ)

   A let drip: hence, pour a libation, ἀπολλείψας Hes.Th. 793; δένδρον ἀπολεῖβον μέλι dropping honey, D.S.17.75; δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν Alciphr.3.21: metaph., ἴχνη ὥραν ἀπολείβει Com.Adesp. 39:—Pass., drop or run down from, τινός Od.7.107; ἔραζε Hes.Sc. 174.

German (Pape)

[Seite 311] herabträufeln lassen, D. Sic. 17, 75; ausgießen, ἀπολείψας Hes. Th. 793. – Pass., herabträufeln, herabfließen, Od. 7, 107 καιροσέων δ' ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, vgl. Scholl.; Hes. Sc. 268.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολείβω: μέλλ. -ψω, στάζω τι, ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ἀποσπένδω, ἀπολείψας (μετοχ. ἀορ. ἴδε Λοβ. Φρύν. 713) Ἡσ. Θ. 793· δένδρον ἀπολεῖβον μέλι, σταλάζον μέλι, Διόδ. 17. 75, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 21· μεταφ., ἴχνη τὰ ἑταιρικὰ ὥραν ἀπολείβει Κωμ. Ἀνωνύμ. 39: ― Παθ., στάζω ἤ ῥέω κάτω, ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Η. 107· αἷμ’ ἀπελείβετ’ ἔραζε Ἡσ. Ἀσπ. 174.

French (Bailly abrégé)

laisser tomber goutte à goutte ; Pass. tomber goutte à goutte de, gén..
Étymologie: ἀπό, λείβω.