ἀπληστία: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπληστία''': ἡ, [[ἀκόρεστος]] ἐπιθυμία τροφῆς ἤ χρημάτων, «ἀχορτασιά», [[πλεονεξία]], ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰς τοσαύτην ἀπλ. ἀφίκοντο Λυσ. 121. 42· διὰ τὴν ἀπλ. Πλάτ. Γοργ. 493Β· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀπληστία]] πλούτου, χρυσοῦ, ὁ αὐτ. Πολ. 562Β, Νόμ. 831D· λέχους Εὐρ. Ἀνδρ. 218· τῆς εὐχῆς, περὶ τοῦ Μίδα, Ἀριστ. Πολ. 1. 9, 11. | |lstext='''ἀπληστία''': ἡ, [[ἀκόρεστος]] ἐπιθυμία τροφῆς ἤ χρημάτων, «ἀχορτασιά», [[πλεονεξία]], ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰς τοσαύτην ἀπλ. ἀφίκοντο Λυσ. 121. 42· διὰ τὴν ἀπλ. Πλάτ. Γοργ. 493Β· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀπληστία]] πλούτου, χρυσοῦ, ὁ αὐτ. Πολ. 562Β, Νόμ. 831D· λέχους Εὐρ. Ἀνδρ. 218· τῆς εὐχῆς, περὶ τοῦ Μίδα, Ἀριστ. Πολ. 1. 9, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />désir insatiable.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπληστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A insatiate desire, greediness, whether of food or money, ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Pherecr.156; εἰς τοσαύτην ἀ. ἀφίκοντο Lys.12.19, cf. D.36.44; διὰ τὴν ἀ. Pl.Grg.493b; ἀ. τρόπων D.22.67 (interpol.); γαστρός Ph.1.360. 2 c. gen. rei, insatiate desire of, πλούτου, χρυσοῦ, Pl.R.562b, Lg.831d; λέχους E.Andr.218; τῆς εὐχῆς, referring to Midas, Arist.Pol.1257b16; τοῦ θεωρεῖν Ph.1.12.
German (Pape)
[Seite 292] , ἡ, Unersättlichkeit, πλούτου, unersättliche Begierde nach Reichthum, Plat. Rep. VIII, 562 b; χρυσοῦ Legg. VIII, 831 d; Lys. 12, 19; τρόπων Dem. 24, 123; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπληστία: ἡ, ἀκόρεστος ἐπιθυμία τροφῆς ἤ χρημάτων, «ἀχορτασιά», πλεονεξία, ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰς τοσαύτην ἀπλ. ἀφίκοντο Λυσ. 121. 42· διὰ τὴν ἀπλ. Πλάτ. Γοργ. 493Β· μετὰ γεν. πράγμ., ἀπληστία πλούτου, χρυσοῦ, ὁ αὐτ. Πολ. 562Β, Νόμ. 831D· λέχους Εὐρ. Ἀνδρ. 218· τῆς εὐχῆς, περὶ τοῦ Μίδα, Ἀριστ. Πολ. 1. 9, 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désir insatiable.
Étymologie: ἄπληστος.