ἀποκηρύσσω: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκηρύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἀγγέλλω τι διὰ τοῦ κήρυκος, [[προσφέρω]] τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, Ἡρόδ. 1. 194, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 5· οὐ θᾶττον αὐτὴν… ἀποκηρύξει τις ὅ,τι ἂν ἀλφάνῃ, ὅ,τι ἂν εὕρῃ, Εὔπολ. ἐν «ταξιάρχοις» 12: ― Παθ., πωλοῦμαι ἐν δημοπρασία, Λυσ. 148. 43, Λουκ. Ἁλ. 23. ΙΙ. ἀποκηρύττω [[δημοσίᾳ]], ἐξέστω τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν ἀποκηρύττειν Πλάτ. Νόμ. 229C κἑξ., πρβλ. Δημ. 1006, 21, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 1, κἑξ.· [[ὡσαύτως]], ἀποκηρύττω τινὰ ὡς ἔκνομον, [[ἐξορίζω]], Βαλκν. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἐκκλ. [[ἀποβάλλω]] τῆς ἐκκλησίας, Εὐσ. Ἱ. Ἐ. 7. 29,1, Ἀποκηρυττόμενος, ἡ ἐπιγραφὴ ἑνὸς ἐκ τῶν λόγων τοῦ Λουκιανοῦ. ΙΙΙ. ἀπαγορεύω διὰ προκηρύξεως, ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 27, πρβλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 5. | |lstext='''ἀποκηρύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἀγγέλλω τι διὰ τοῦ κήρυκος, [[προσφέρω]] τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, Ἡρόδ. 1. 194, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 5· οὐ θᾶττον αὐτὴν… ἀποκηρύξει τις ὅ,τι ἂν ἀλφάνῃ, ὅ,τι ἂν εὕρῃ, Εὔπολ. ἐν «ταξιάρχοις» 12: ― Παθ., πωλοῦμαι ἐν δημοπρασία, Λυσ. 148. 43, Λουκ. Ἁλ. 23. ΙΙ. ἀποκηρύττω [[δημοσίᾳ]], ἐξέστω τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν ἀποκηρύττειν Πλάτ. Νόμ. 229C κἑξ., πρβλ. Δημ. 1006, 21, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 1, κἑξ.· [[ὡσαύτως]], ἀποκηρύττω τινὰ ὡς ἔκνομον, [[ἐξορίζω]], Βαλκν. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἐκκλ. [[ἀποβάλλω]] τῆς ἐκκλησίας, Εὐσ. Ἱ. Ἐ. 7. 29,1, Ἀποκηρυττόμενος, ἡ ἐπιγραφὴ ἑνὸς ἐκ τῶν λόγων τοῦ Λουκιανοῦ. ΙΙΙ. ἀπαγορεύω διὰ προκηρύξεως, ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 27, πρβλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> se défaire de qch par l’entremise du crieur public, vendre à la criée;<br /><b>II.</b> repousser par déclaration publique :<br /><b>1</b> défendre, interdire, avec [[μή]] et l’inf.;<br /><b>2</b> répudier ; déshériter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κηρύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἀποκηρύττω,
A offer a thing for public sale, sell by auction, Hdt.1.194, Pl.Com. 121; ἀ. ὅ τι ἂν ἀλφάνῃ Eup.258:—Pass., to be sold by auction, Lys. 17.7, Luc.Pisc.23, D.Chr.66.4. II renounce publicly, ἐξέστω τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν ἀ. Pl.Lg.928esq., cf. D.39.39, Luc.Abd.1:—Pass., to be disinherited, ὑπὸ τοῦ πατρός Aeschin.Socr.Oxy.1608.39. 2 declare outlawed, banish: metaph., φιλοσοφίας Max.Tyr.32.2; τῆς σοφίας Philostr.VA4.30. III forbid by proclamation, ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν X.HG5.2.27, cf. Thphr.HP4.4.5. IV manumit by public renunciation of ownership, οἱ ἀποκαρυχθέντες ἐλεύθεροι, ἀπελεύθεροι, IG5(2).274,342a (Mantinea, i/ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 306] öffentlich durch den Herold ausrufen lassen, a) verbieten, μηδένα συστρατεύειν Xen. Hell. 5, 2, 27. – b) sich von seinem Sohne lossagen, ihn enterben, υἱόν Plat. Legg. XI, 929 c; παῖς ἀποκεκηρυγμένος 928 e; vgl. Dem. 39, 39 u. Luc. Abdic. – c) öffentlich verkaufen (ὑπὸ κήρυκι πωλεῖν Ammon.), Her. 1, 194, in tmesi; Dem. 23. 201; Luc. oft, z. B. πόσου τοῦτον ἀποκηρύττεις Vit. auct. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκηρύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἀγγέλλω τι διὰ τοῦ κήρυκος, προσφέρω τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, Ἡρόδ. 1. 194, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 5· οὐ θᾶττον αὐτὴν… ἀποκηρύξει τις ὅ,τι ἂν ἀλφάνῃ, ὅ,τι ἂν εὕρῃ, Εὔπολ. ἐν «ταξιάρχοις» 12: ― Παθ., πωλοῦμαι ἐν δημοπρασία, Λυσ. 148. 43, Λουκ. Ἁλ. 23. ΙΙ. ἀποκηρύττω δημοσίᾳ, ἐξέστω τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν ἀποκηρύττειν Πλάτ. Νόμ. 229C κἑξ., πρβλ. Δημ. 1006, 21, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 1, κἑξ.· ὡσαύτως, ἀποκηρύττω τινὰ ὡς ἔκνομον, ἐξορίζω, Βαλκν. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἐκκλ. ἀποβάλλω τῆς ἐκκλησίας, Εὐσ. Ἱ. Ἐ. 7. 29,1, Ἀποκηρυττόμενος, ἡ ἐπιγραφὴ ἑνὸς ἐκ τῶν λόγων τοῦ Λουκιανοῦ. ΙΙΙ. ἀπαγορεύω διὰ προκηρύξεως, ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 27, πρβλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
I. se défaire de qch par l’entremise du crieur public, vendre à la criée;
II. repousser par déclaration publique :
1 défendre, interdire, avec μή et l’inf.;
2 répudier ; déshériter.
Étymologie: ἀπό, κηρύσσω.