ἀποσκάπτω: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] τάφρον, [[ἴσως]] δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[σκάπτω]], Πλάτ. Νόμ. 760Ε.
|lstext='''ἀποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] τάφρον, [[ἴσως]] δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[σκάπτω]], Πλάτ. Νόμ. 760Ε.
}}
{{bailly
|btext=couper une route par une tranchée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκάπτω Medium diacritics: ἀποσκάπτω Low diacritics: αποσκάπτω Capitals: ΑΠΟΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: aposkáptō Transliteration B: aposkaptō Transliteration C: aposkapto Beta Code: a)poska/ptw

English (LSJ)

fut. Pass.

   A -σκᾰφήσομαι Polyaen.5.10.3:—cut off or intercept by trenches, X.An.2.4.4.    II strengthd. for σκάπτω, Pl. Lg.760e.

German (Pape)

[Seite 324] abgraben, καὶ ταφρεύω Plat. Legg. VI, 760 e, mit einem Graben den Weg versperren; Xen. An. 2, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω τάφρον, ἴσως δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ σκάπτω, Πλάτ. Νόμ. 760Ε.

French (Bailly abrégé)

couper une route par une tranchée.
Étymologie: ἀπό, σκάπτω.