ἀπημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπημοσύνη''': ἡ, ἡ [[ἔλλειψις]] βλάβης, [[ἀβλάβεια]], Θεόγν. 758, Ἐπιγρ. Ἑλλ. ([[προσθήκη]]) 750α. 2) τὸ μὴ βλάπτειν τινά, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται ἅματος ἄχραντοι καὶ ἀκηδέες Ὀπ. Ἁλ. 2. 647. | |lstext='''ἀπημοσύνη''': ἡ, ἡ [[ἔλλειψις]] βλάβης, [[ἀβλάβεια]], Θεόγν. 758, Ἐπιγρ. Ἑλλ. ([[προσθήκη]]) 750α. 2) τὸ μὴ βλάπτειν τινά, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται ἅματος ἄχραντοι καὶ ἀκηδέες Ὀπ. Ἁλ. 2. 647. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> absence de souffrance;<br /><b>2</b> innocuité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπήμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A freedom from harm, safety, Thgn.758, IG12(5).215 (Paros). 2 harmlessness, Opp.H.2.647.
German (Pape)
[Seite 290] ἡ, Unverletztheit, Gesundheit, Theogn. 736; Ep. ad. 313 (App. 372).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπημοσύνη: ἡ, ἡ ἔλλειψις βλάβης, ἀβλάβεια, Θεόγν. 758, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προσθήκη) 750α. 2) τὸ μὴ βλάπτειν τινά, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται ἅματος ἄχραντοι καὶ ἀκηδέες Ὀπ. Ἁλ. 2. 647.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 absence de souffrance;
2 innocuité.
Étymologie: ἀπήμων.