ἀπόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόσῑτος''': -ον, = ἄσιτος, ὁ μηδὲν φαγών, ἡμερῶν τοσούτων ἀπ. Ἡλιόδ. 8. 7. 2) ἀπεχόμενος σιτίων, τροφῆς. Λουκ. πῶς Ἱστ. συγγρ. 21. 3) πεινασμένος, πεινῶν, Φιλωνίδ. ἐν «Κοθόρνοις» 4. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ὀρέξεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 982.
|lstext='''ἀπόσῑτος''': -ον, = ἄσιτος, ὁ μηδὲν φαγών, ἡμερῶν τοσούτων ἀπ. Ἡλιόδ. 8. 7. 2) ἀπεχόμενος σιτίων, τροφῆς. Λουκ. πῶς Ἱστ. συγγρ. 21. 3) πεινασμένος, πεινῶν, Φιλωνίδ. ἐν «Κοθόρνοις» 4. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ὀρέξεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 982.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s’abstient de manger;<br /><b>2</b> qui a le dégoût des aliments.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σῖτος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσῑτος Medium diacritics: ἀπόσιτος Low diacritics: απόσιτος Capitals: ΑΠΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: apósitos Transliteration B: apositos Transliteration C: apositos Beta Code: a)po/sitos

English (LSJ)

ον,

   A = ἄσιτος, having eaten nothing, ἡμερῶν τοσούτων ἀ. Hld.8.7, cf. Ael. ap. Ar.Byz.Epit.82.14, Luc. Hist.Conscr.21.    2 hungry, Philonid.1.    II having an aversion for food, without appetite, Hp.Epid.1.26.σ, Plu.2.635c, Gal.16.654, Jul.Or.6.190d.

German (Pape)

[Seite 324] = ἄσιτος, der nichts gegessen hat, Philonid. bei Ath. VI, 247 e; vgl. III, 84 e; Luc. Quom. hist. scrib. 21; – appetitlos, Hippocr. Ael. N. A. 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσῑτος: -ον, = ἄσιτος, ὁ μηδὲν φαγών, ἡμερῶν τοσούτων ἀπ. Ἡλιόδ. 8. 7. 2) ἀπεχόμενος σιτίων, τροφῆς. Λουκ. πῶς Ἱστ. συγγρ. 21. 3) πεινασμένος, πεινῶν, Φιλωνίδ. ἐν «Κοθόρνοις» 4. ΙΙ. ὁ ἄνευ ὀρέξεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 982.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’abstient de manger;
2 qui a le dégoût des aliments.
Étymologie: ἀπό, σῖτος.