ἀπονοστέω: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονοστέω''': [[ἐπανέρχομαι]], [[ὑποστρέφω]] εἰς τὴν πατρίδα μου, Ὅμ. ἐν τῇ φράσει ἂψ ἀπονοστήσας Ἰλ. Α. 60, κτλ.· ἀπ. ἀπό τινος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· παρ’ Ἡρόδ., ἀπ. [[ὀπίσω]] 4. 33· ἀπ. σῶς 3. 124., 4. 76· [[ἀπήμων]] 1. 42, κ. ἀλλ. ἐς τόπον 1. 82· σπάν. Παρ’ Ἀττ., ἀπονοστήσας χθόνος, ὅτε ὑπέστρεψεν ἐκ.., Εὐρ. Ι. Τ. 731· ἀπ. ἐπ' οἴκου Θουκ. 7. 87· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16.
|lstext='''ἀπονοστέω''': [[ἐπανέρχομαι]], [[ὑποστρέφω]] εἰς τὴν πατρίδα μου, Ὅμ. ἐν τῇ φράσει ἂψ ἀπονοστήσας Ἰλ. Α. 60, κτλ.· ἀπ. ἀπό τινος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· παρ’ Ἡρόδ., ἀπ. [[ὀπίσω]] 4. 33· ἀπ. σῶς 3. 124., 4. 76· [[ἀπήμων]] 1. 42, κ. ἀλλ. ἐς τόπον 1. 82· σπάν. Παρ’ Ἀττ., ἀπονοστήσας χθόνος, ὅτε ὑπέστρεψεν ἐκ.., Εὐρ. Ι. Τ. 731· ἀπ. ἐπ' οἴκου Θουκ. 7. 87· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> revenir, rentrer dans ses foyers;<br /><b>2</b> revenir de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοστέω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονοστέω Medium diacritics: ἀπονοστέω Low diacritics: απονοστέω Capitals: ΑΠΟΝΟΣΤΕΩ
Transliteration A: aponostéō Transliteration B: aponosteō Transliteration C: aponosteo Beta Code: a)ponoste/w

English (LSJ)

   A return, come home, Hom. in phrase ἂψ ἀπονοστήσειν Il.1.60, al.; ἀ. ἀπὸ τάφου Hes.Op.735; ἀ. ὀπίσω Hdt.4.33; ἀ. σῶς Id.3.124, 4.76; ἀπήμων Id.1.42, al.; ἐς Σπάρτην Id.1.82; rare in Trag. and Prose, ἀπονοστήσας χθονός when he returns from .., E.IT731; ἀ. ἐπ' οἴκου Th.7.87; ἐκ πυρός Iamb.Protr.21.ί: abs., X.An.3.5.16.

German (Pape)

[Seite 317] heimkehren, Hom. sechsmal, immer ἂψ ἀπονοστήσειν Versanfang: Iliad. 1, 60. 8, 499. 12, 115. 17, 406 Od. 13, 6. 24, 471; das compos. Homerisch anstatt des simpl. νοστέω; – εἴς τι Pind. N. 6, 52; Her. 4, 33 u. öfter; Thuc. 7, 87; Xen. An. 3, 5, 16; Arr. 7, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονοστέω: ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω εἰς τὴν πατρίδα μου, Ὅμ. ἐν τῇ φράσει ἂψ ἀπονοστήσας Ἰλ. Α. 60, κτλ.· ἀπ. ἀπό τινος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· παρ’ Ἡρόδ., ἀπ. ὀπίσω 4. 33· ἀπ. σῶς 3. 124., 4. 76· ἀπήμων 1. 42, κ. ἀλλ. ἐς τόπον 1. 82· σπάν. Παρ’ Ἀττ., ἀπονοστήσας χθόνος, ὅτε ὑπέστρεψεν ἐκ.., Εὐρ. Ι. Τ. 731· ἀπ. ἐπ' οἴκου Θουκ. 7. 87· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 revenir, rentrer dans ses foyers;
2 revenir de.
Étymologie: ἀπό, νοστέω.