αὐτοπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοπάθεια''': ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· [[αὐτοῦ]] λέγοντος ἐκείνου τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[μετὰ]] τῆς ἀξιώσεως, ἧς εἶχε τὴν αὐτοπάθειαν Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 1023. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ λέξεων αὐτοπαθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μεταβατ., Ἀπολλών. π. Συντ. 147.
|lstext='''αὐτοπάθεια''': ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· [[αὐτοῦ]] λέγοντος ἐκείνου τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[μετὰ]] τῆς ἀξιώσεως, ἧς εἶχε τὴν αὐτοπάθειαν Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 1023. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ λέξεων αὐτοπαθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μεταβατ., Ἀπολλών. π. Συντ. 147.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> sentiment personnel, expérience personnelle;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> qualité des mots réfléchis (<i>p. opp. à celle des mots transitifs</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοπαθής]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπάθεια Medium diacritics: αὐτοπάθεια Low diacritics: αυτοπάθεια Capitals: ΑΥΤΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: autopátheia Transliteration B: autopatheia Transliteration C: aftopatheia Beta Code: au)topa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A one's own experience, ἐξ αὐ. διατίθεσθαι τοὺς λόγους Plb.3.108.2, cf. D.H.Dem. 22, Plu.Lib.1; = ἰδιοπάθεια, primary affection, Gal.8.78.    2 Gramm., of words that are reflexive, opp. transitive, A.D.Synt.147.21.

German (Pape)

[Seite 399] ἡ, Selbsterfahrung, Ueberzeugung, Pol. 3, 108; ἡ ἐκ τῆς πλάνης καὶ θέας 12, 28; τινὸς ἔχειν Dion. Hal. de vi Dem. 22; Selbstempfindung, Plut. frg. I, 1.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπάθεια: ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· αὐτοῦ λέγοντος ἐκείνου τὰ ἑαυτοῦ μετὰ τῆς ἀξιώσεως, ἧς εἶχε τὴν αὐτοπάθειαν Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 1023. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ λέξεων αὐτοπαθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μεταβατ., Ἀπολλών. π. Συντ. 147.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 sentiment personnel, expérience personnelle;
2 t. de gramm. qualité des mots réfléchis (p. opp. à celle des mots transitifs).
Étymologie: αὐτοπαθής.