αὐτοβοεί: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοβοεί''': Ἐπίρρ. «[[παραχρῆμα]] συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, [[οἷον]] [[ταχέως]] καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ [[κράτος]]» (Α. Β. 214. 32)˙ Ἀμπρακίαν μέντοι [[οἶδα]] ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ.
|lstext='''αὐτοβοεί''': Ἐπίρρ. «[[παραχρῆμα]] συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, [[οἷον]] [[ταχέως]] καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ [[κράτος]]» (Α. Β. 214. 32)˙ Ἀμπρακίαν μέντοι [[οἶδα]] ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />au premier cri ; au premier assaut.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[βοή]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοβοεί Medium diacritics: αὐτοβοεί Low diacritics: αυτοβοεί Capitals: ΑΥΤΟΒΟΕΙ
Transliteration A: autoboeí Transliteration B: autoboei Transliteration C: aftovoei Beta Code: au)toboei/

English (LSJ)

Adv.

   A by a mere shout, at the first shout, αὐ. ἑλεῖν take without a blow, Th.2.81, 3.113, 8.62, etc.; αὐ. λαβεῖν κλέπτοντα, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, AB 465.

German (Pape)

[Seite 396] beim ersten Kriegsgeschrei, auf der Stelle (E. M. παραχρῆμα), πόλιν ἑλεἰν, χειροῦσθαι, Thuc. 2, 81. 3, 113. 8, 62 u. Sp., z. B. Luc. Gymnas. 33; αὐτοβοεὶ λαβεῖν κλέπτοντα, auf frischer That den Dieb ertappen, B. A. 465.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοβοεί: Ἐπίρρ. «παραχρῆμα συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, οἷον ταχέως καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ κράτος» (Α. Β. 214. 32)˙ Ἀμπρακίαν μέντοι οἶδα ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
au premier cri ; au premier assaut.
Étymologie: αὐτός, βοή.