ἀσυνάρμοστος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνάρμοστος''': -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, [[ἀκατάλληλος]], Πλούτ. 2. 709Β. | |lstext='''ἀσυνάρμοστος''': -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, [[ἀκατάλληλος]], Πλούτ. 2. 709Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />incompatible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συναρμόζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unfitting, unsuitable, Plu.2.709b; τὸ ἀ. incongruity, S.E. P.1.43.
German (Pape)
[Seite 380] = folgdm, Plut. Symp. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρμοστος: -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, ἀκατάλληλος, Πλούτ. 2. 709Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incompatible.
Étymologie: ἀ, συναρμόζω.