ἀστραγαλίζω: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστρᾰγαλίζω''': ἀστραγάλοις [[παίζω]], [[παίζω]] τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων [[ἀναρρίπτω]] ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς [[Κρόνος]] ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· [[ἀστραγαλίζω]] τινί, [[παίζω]] μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23. | |lstext='''ἀστρᾰγαλίζω''': ἀστραγάλοις [[παίζω]], [[παίζω]] τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων [[ἀναρρίπτω]] ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς [[Κρόνος]] ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· [[ἀστραγαλίζω]] τινί, [[παίζω]] μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἠστραγάλιζον;<br />jouer aux osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
A play with ἀστράγαλοι, Pl.Ly.206e, Alc.1.110b; ἀ. ἄρτοις Cratin.165, cf. Telecl.1.14.
German (Pape)
[Seite 376] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγαλίζω: ἀστραγάλοις παίζω, παίζω τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων ἀναρρίπτω ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· ἀστραγαλίζω τινί, παίζω μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠστραγάλιζον;
jouer aux osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.