ἀστραγαλίζω
English (LSJ)
play with knucklebones, (ἀστράγαλοι), Pl.Ly.206e, Alc.1.110b; ἀ. ἄρτοις Cratin.165, cf. Telecl.1.14.
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰγαλίζω)
• Prosodia: [-γᾰ-]
1 jugar a las tabas ἀστραγαλίζοντος αὐτοῦ IG 42.121.25 (Epidauro IV a.C.), παῖς Pl.Ly.206e, cf. Alc.1.110b, Telecl.1.14, Stratt.80, βουκόλοι ... ἀστραγαλίζοντες Philostr.Her.23.6, τοῖς ἀντερῶσιν ἀστραγαλίζων Aristaenet.1.23.6, cf. Cratin.176, Luc.DDeor.8.2.
2 οἱ ἀστραγαλίζοντες = Los jugadores de tabas tít. de una obra de Policleto, Plin.HN 34.55.
3 adornar con astrágalos ἀστραγαλίσαι ἐπὶ τῶν ὑποποδίων ICr.3.2.1.8 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 376] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠστραγάλιζον;
jouer aux osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰγᾰλίζω: играть в кости или в бабки Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγαλίζω: ἀστραγάλοις παίζω, παίζω τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων ἀναρρίπτω ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· ἀστραγαλίζω τινί, παίζω μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.
Greek Monolingual
ἀστραγαλίζω (Α)
παίζω το παιχνίδι των αστραγάλων.
Greek Monotonic
ἀστρᾰγᾰλίζω: μέλ. -σω (ἀστράγαλος), παίζω με τους αστραγάλους (ἀστράγᾰλοι), σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀστράγαλος
to play with ἀστράγαλοι, Plat.