ἀχθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχθοφόρος''': -ον, ([[φέρω]]) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀχθοφόρος]], Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.
|lstext='''ἀχθοφόρος''': -ον, ([[φέρω]]) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀχθοφόρος]], Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des fardeaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθοφόρος Medium diacritics: ἀχθοφόρος Low diacritics: αχθοφόρος Capitals: ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: achthophóros Transliteration B: achthophoros Transliteration C: achthoforos Beta Code: a)xqofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing burdens, κτήνεα Hdt.7.187; ὑποζύγια D.H.1.85; μύρμηκες Ael.NA 2.25.    II as Subst., porter, Gell.5.3.2, Luc.Herod.5.

German (Pape)

[Seite 418] lasttragend, κτήνεα Her. 7, 187 u. Sp., wie Ael. H. A. 2, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθοφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀχθοφόρος, Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des fardeaux.
Étymologie: ἄχθος, φέρω.