διάτροπος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάτροπος''': -ον, [[ποικίλος]] τὰς διαθέσεις, [[εὐμετάβλητος]], [[ἀσταθής]], τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560. | |lstext='''διάτροπος''': -ον, [[ποικίλος]] τὰς διαθέσεις, [[εὐμετάβλητος]], [[ἀσταθής]], τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />changeant, mobile.<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.
Greek (Liddell-Scott)
διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.