στοιχειόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στοιχειόω''': [[διδάσκω]] τὰ πρῶτα στοιχεῖα, [[καταρτίζω]] ἢ [[διδάσκω]] στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. [[μαγεύω]], «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄ , σ. 42.
|lstext='''στοιχειόω''': [[διδάσκω]] τὰ πρῶτα στοιχεῖα, [[καταρτίζω]] ἢ [[διδάσκω]] στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. [[μαγεύω]], «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄ , σ. 42.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />assigner <i>ou</i> admettre comme éléments.<br />'''Étymologie:''' [[στοιχεῖον]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχειόω Medium diacritics: στοιχειόω Low diacritics: στοιχειόω Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΟΩ
Transliteration A: stoicheióō Transliteration B: stoicheioō Transliteration C: stoicheioo Beta Code: stoixeio/w

English (LSJ)

   A instruct in the basic principles (στοιχεῖα), Chrysipp.Stoic.2.39, Phot.:—Pass., -ωθήσεται will be instructed, Ael.Tact. Prooem.5, cf. Ath.Mech.5.5.

German (Pape)

[Seite 946] die Anfangsgründe lehren, Chrysipp. bei Plut. de stoic. repugn. 10.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειόω: διδάσκω τὰ πρῶτα στοιχεῖα, καταρτίζωδιδάσκω στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. μαγεύω, «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄ , σ. 42.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
assigner ou admettre comme éléments.
Étymologie: στοιχεῖον.