πολυμνήστη: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυμνήστη''': ἡ, ([[μνάομαι]]) ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Ὀδ. Δ. 770, Ξ. 64, Ψ. 149 [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] καταλήξεως ἀρσ., πολυμνήστοιο Τίσιδος Ἀνθ. Π. 6. 274. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυμνήστην· ἀγαθήν, σώφρονα». | |lstext='''πολυμνήστη''': ἡ, ([[μνάομαι]]) ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Ὀδ. Δ. 770, Ξ. 64, Ψ. 149 [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] καταλήξεως ἀρσ., πολυμνήστοιο Τίσιδος Ἀνθ. Π. 6. 274. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυμνήστην· ἀγαθήν, σώφρονα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης;<br /><i>adj. f.</i><br />recherchée par beaucoup de prétendants.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μνάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (μνάομαι) = foreg., Od.4.770, 14.64, 23.149:—later in form πολύ-μνηστος,
A κούρη Nonn.D.42.497; πολυμνάστοιο . . Τίσιδος AP6.274 (Pers.).
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, die viel umfrei'te, von Vielen zur Ehe begehrte; γυνή, Od. 14, 64, vgl. 4, 770. 23, 149. – Das masc. scheint nur als nom. propr. vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
πολυμνήστη: ἡ, (μνάομαι) ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Ὀδ. Δ. 770, Ξ. 64, Ψ. 149 ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως ἀρσ., πολυμνήστοιο Τίσιδος Ἀνθ. Π. 6. 274. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυμνήστην· ἀγαθήν, σώφρονα».
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
recherchée par beaucoup de prétendants.
Étymologie: πολύς, μνάομαι.