βατίς: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰτίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] πλατέος ἰχθύος, Ἐπιχ. 68 Ahr., Ἀριστοφ. Σφηκ. 510, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ κωμῳδ., πρβλ. Ἀριστ. Ἱ.Ζ.6.10,9, 6.12.10· ἴδε [[βάτος]]. ΙΙ. πτηνὸν συχνάζον εἰς θάμνους, rubicola, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.8.3,4. ΙΙΙ. φυτὸν συγγενὲς τῇ βάτῳ, Πλίν. 21.50 καὶ 101. | |lstext='''βᾰτίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] πλατέος ἰχθύος, Ἐπιχ. 68 Ahr., Ἀριστοφ. Σφηκ. 510, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ κωμῳδ., πρβλ. Ἀριστ. Ἱ.Ζ.6.10,9, 6.12.10· ἴδε [[βάτος]]. ΙΙ. πτηνὸν συχνάζον εἰς θάμνους, rubicola, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.8.3,4. ΙΙΙ. φυτὸν συγγενὲς τῇ βάτῳ, Πλίν. 21.50 καὶ 101. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br /><i>propr.</i> de buisson;<br /><b>1</b> oiseau qui se tient sur les buissons (chardonneret ?);<br /><b>2</b> sorte de raie à tubercules épineux, <i>poisson</i>;<br /><b>3</b> sorte de plante épineuse.<br />'''Étymologie:''' [[βάτος]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a flat fish, perh.
A skate or ray, Epich.59.1, 90.1, Ar. V.510, Hermipp.45.2, Arist.HA565a22, al. II bird that frequents bushes, possibly stone-chat, ib.592b17. III samphire, Crithmum maritimum, Plin.21.86, 174, Colum.12.7.
German (Pape)
[Seite 439] ίδος, ἡ, 1) eine stachliche Rochenart, Ar. Vesp. 510; Ath. VI, 228 f; vgl. βάτος. – 2) ein Strauch, Plin. 25, 15. – 3) ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πλατέος ἰχθύος, Ἐπιχ. 68 Ahr., Ἀριστοφ. Σφηκ. 510, καὶ συχν. ἐν τῇ κωμῳδ., πρβλ. Ἀριστ. Ἱ.Ζ.6.10,9, 6.12.10· ἴδε βάτος. ΙΙ. πτηνὸν συχνάζον εἰς θάμνους, rubicola, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.8.3,4. ΙΙΙ. φυτὸν συγγενὲς τῇ βάτῳ, Πλίν. 21.50 καὶ 101.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
propr. de buisson;
1 oiseau qui se tient sur les buissons (chardonneret ?);
2 sorte de raie à tubercules épineux, poisson;
3 sorte de plante épineuse.
Étymologie: βάτος¹.