βασιλείδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βασιλείδης''': ου,ὁ, πατρωνυμ. τοῦ βασιλέως , βασιλόπαις,τῶν [[δέκα]] βασιλειδῶν Πλάτ. Κριτί.116 C. | |lstext='''βασιλείδης''': ου,ὁ, πατρωνυμ. τοῦ βασιλέως , βασιλόπαις,τῶν [[δέκα]] βασιλειδῶν Πλάτ. Κριτί.116 C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />φορμισίους δὲ τὰ γυναικεῖα αἰδοῖα καὶ βασιλείδας, καὶ λαχάρας Hesych.<br />'''Étymologie:''' [[βασιλεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A prince, τῶν δέκα βασιλειδῶν Pl.Criti.116c.
Greek (Liddell-Scott)
βασιλείδης: ου,ὁ, πατρωνυμ. τοῦ βασιλέως , βασιλόπαις,τῶν δέκα βασιλειδῶν Πλάτ. Κριτί.116 C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
φορμισίους δὲ τὰ γυναικεῖα αἰδοῖα καὶ βασιλείδας, καὶ λαχάρας Hesych.
Étymologie: βασιλεύς.