ἄφρουρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφρουρος''': -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ [[ἄοπλος]] Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18.
|lstext='''ἄφρουρος''': -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ [[ἄοπλος]] Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans garde du corps.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φρουρά]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφρουρος Medium diacritics: ἄφρουρος Low diacritics: άφρουρος Capitals: ΑΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: áphrouros Transliteration B: aphrouros Transliteration C: afrouros Beta Code: a)/frouros

English (LSJ)

ον,

   A off one's guard, Pl.Phdr.256c; ἄ. καὶ ἄνοπλοι Plu.Demetr.32.    2 free from military duty, Arist.Pol.1270b4.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφρουρος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ ἄοπλος Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans garde du corps.
Étymologie: ἀ, φρουρά.