βαρύστονος: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰρύστονος''': -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ [[βαρέως]] στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[βαρέως]] θρηνούμενος, πενθούμενος, [[θλιβερός]], Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11. | |lstext='''βᾰρύστονος''': -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ [[βαρέως]] στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[βαρέως]] θρηνούμενος, πενθούμενος, [[θλιβερός]], Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> qui pousse des gémissements profonds <i>litt.</i> graves;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> qu’on pleure avec des gémissements profonds <i>litt.</i> graves.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[στένω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A groaning heavily, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις . . ὑποκριταῖς nicknamed the bellowers, D.18.262, cf. Epicur.Fr.114,237; resounding, λίθος AP9.246 (Marc. Arg.). Adv. -νως A.Eu.794. II of things, heavily lamented, grievous, S.OT 1233, Orac. ap. Paus.10.9.11.
German (Pape)
[Seite 435] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίθος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύστονος: -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ βαρέως στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βαρέως θρηνούμενος, πενθούμενος, θλιβερός, Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. intr. qui pousse des gémissements profonds litt. graves;
II. fig. qu’on pleure avec des gémissements profonds litt. graves.
Étymologie: βαρύς, στένω.