βούκρανος: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βούκρᾰνος''': -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴ βοός, Ἐμπεδ. 216, Καλλ. Ἀποσπ.203˙ βούκρανον,τό, κεφαλὴ βοός,ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Πρόκλου. | |lstext='''βούκρᾰνος''': -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴ βοός, Ἐμπεδ. 216, Καλλ. Ἀποσπ.203˙ βούκρανον,τό, κεφαλὴ βοός,ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Πρόκλου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à tête de bœuf.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[κάρηνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bull-headed, Emp.61.3, Call.Fr.203, Plu.2.358d. II βούκρᾱνον, τό, ox-head, Gem.3.3.
German (Pape)
[Seite 456] mit einem Ochsenkopf, Empedocl. bei Ael. H. A. 16, 29; κράνος Plut. Is. et Os. 19.
Greek (Liddell-Scott)
βούκρᾰνος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴ βοός, Ἐμπεδ. 216, Καλλ. Ἀποσπ.203˙ βούκρανον,τό, κεφαλὴ βοός,ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Πρόκλου.