ἀχύρινος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχύρινος''': -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης [[φλογός]] ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε. | |lstext='''ἀχύρινος''': -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης [[φλογός]] ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />fait avec de la paille (feu).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχυρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A fed by chaff, φλόξ Plu.2.658d.
German (Pape)
[Seite 420] von Spreu, φλόξ Plut. Symp. 3, 10, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχύρινος: -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης φλογός ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait avec de la paille (feu).
Étymologie: ἄχυρον.