βύκτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βύκτης''': -ου, ὁ, ([[βύζω]], βύω) φουσκώνων, [[ἠχητικός]], [[παταγώδης]], ἄνεμοι βύκται Ὀδ. Κ. 20, κατὰ γεν. πληθ. βυκτάων. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἄνεμος]], [[θύελλα]], Λυκ. 738, 757.
|lstext='''βύκτης''': -ου, ὁ, ([[βύζω]], βύω) φουσκώνων, [[ἠχητικός]], [[παταγώδης]], ἄνεμοι βύκται Ὀδ. Κ. 20, κατὰ γεν. πληθ. βυκτάων. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἄνεμος]], [[θύελλα]], Λυκ. 738, 757.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />mugissant (vent).<br />'''Étymologie:''' [[βύζω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύκτης Medium diacritics: βύκτης Low diacritics: βύκτης Capitals: ΒΥΚΤΗΣ
Transliteration A: býktēs Transliteration B: byktēs Transliteration C: vyktis Beta Code: bu/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A swelling, blustering, βυκτάων ἀνέμων Od.10.20.    II Subst., hurricane, Lyc.738,756.

German (Pape)

[Seite 467] heulend, von βύζω. fut. βύξω; Hom. einmal, Odyss. 10, 20 βυκτάων ἀνέμων; eben so Orph. Argon. 1108; ἄελλαι 126; auch allein, Sturmwind, Lycophr. 756; plur. 184.

Greek (Liddell-Scott)

βύκτης: -ου, ὁ, (βύζω, βύω) φουσκώνων, ἠχητικός, παταγώδης, ἄνεμοι βύκται Ὀδ. Κ. 20, κατὰ γεν. πληθ. βυκτάων. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἄνεμος, θύελλα, Λυκ. 738, 757.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
mugissant (vent).
Étymologie: βύζω.