βοτόν: Difference between revisions
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοτόν''': τό, ([[βόσκω]]) = [[βόσκημα]], [[κτῆνος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1415, Σοφ. Τραχ. 690· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κτήνη τρώγοντα ἐκ τῆς χλόης τῆς γῆς, Ἰλ. Σ. 521, Τραγ., κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1. 7· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 630. | |lstext='''βοτόν''': τό, ([[βόσκω]]) = [[βόσκημα]], [[κτῆνος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1415, Σοφ. Τραχ. 690· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κτήνη τρώγοντα ἐκ τῆς χλόης τῆς γῆς, Ἰλ. Σ. 521, Τραγ., κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1. 7· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 630. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (τό) :<br />bête, tête de bétail ; <i>particul.</i> brebis ; <i>d’ord. au plur.</i> τὰ βοτά les bestiaux.<br />'''Étymologie:''' *βοτός, adj. verb. de [[βόσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (βόσκω)
A beast, A.Ag.1415, S.Tr.690: mostly in pl., grazing beasts, Il.18.521, S.Aj.145 (lyr.), etc.; opp. θηρία, Pl.Mx. 237d; but also of birds, Ar.Nu.1427; of the ostrich, Opp.H.4.630.
German (Pape)
[Seite 455] τό, das Geweidete, Vieh, Aesch. Ag. 1389; gew. plur., Il. 18, 521 (ἅπαξ εἰρημ.); Soph. Ai. 144; Ar. Nub. 1409, u. sonst bei Dichtern; Prosa, Plat. Menex. 237 d.
Greek (Liddell-Scott)
βοτόν: τό, (βόσκω) = βόσκημα, κτῆνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1415, Σοφ. Τραχ. 690· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κτήνη τρώγοντα ἐκ τῆς χλόης τῆς γῆς, Ἰλ. Σ. 521, Τραγ., κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1. 7· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 630.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
bête, tête de bétail ; particul. brebis ; d’ord. au plur. τὰ βοτά les bestiaux.
Étymologie: *βοτός, adj. verb. de βόσκω.