βούλευσις: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βούλευσις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] [[μετὰ]] σκέψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικαν. ὅρος, 1) ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τινος. 2) ἡ παρὰ τὸ δίκαιον [[ἐγγραφή]] τινος μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, γραφὴ (ἢ [[δίκη]]) τῆς βουλεύσεως, [[καταγγελία]] διὰ τὸ τοιοῦτον [[ἔγκλημα]], Δημ. 778. 19., 792. 2, Ἀριστ. Πολιτ. 57. 59. Ἁρπ. ἐν λ. | |lstext='''βούλευσις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] [[μετὰ]] σκέψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικαν. ὅρος, 1) ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τινος. 2) ἡ παρὰ τὸ δίκαιον [[ἐγγραφή]] τινος μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, γραφὴ (ἢ [[δίκη]]) τῆς βουλεύσεως, [[καταγγελία]] διὰ τὸ τοιοῦτον [[ἔγκλημα]], Δημ. 778. 19., 792. 2, Ἀριστ. Πολιτ. 57. 59. Ἁρπ. ἐν λ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />délibération, consultation.<br />'''Étymologie:''' [[βουλεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A deliberation, Arist.EN1112b22. II as Att. law-term, 1 conspiracy against life, Arist.Ath.57.3; against property, Hyp.Ath. 18. 2 wrongful retention on the list of state debtors of the name of one who has paid his debt, D.25.28 and 73, Arist.Ath.59.3.
German (Pape)
[Seite 457] ἡ, 1) die Berathung, als engerer Begriff der ζήτησις untergeordnet, Arist. Eth. Nic. 3, 5. – 2) βουλεύσεως δίκη, nach Harpocr., Klage, a) wegen vorsätzlichen Mordes, Dem. 25, 28. – b) wegen unrechtmäßigen Einschreibens in die öffentlichen Schuldregister, daß Einer vorsätzlich solche Fälschung begangen, βουλεύσεως διώκειν, αἱρεῖν τινα, Dem. 25, 72. 73.
Greek (Liddell-Scott)
βούλευσις: -εως, ἡ, ἀπόφασις μετὰ σκέψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικαν. ὅρος, 1) ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τινος. 2) ἡ παρὰ τὸ δίκαιον ἐγγραφή τινος μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, γραφὴ (ἢ δίκη) τῆς βουλεύσεως, καταγγελία διὰ τὸ τοιοῦτον ἔγκλημα, Δημ. 778. 19., 792. 2, Ἀριστ. Πολιτ. 57. 59. Ἁρπ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
délibération, consultation.
Étymologie: βουλεύω.