βραδυπειθής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βραδῠπειθής''': -ές, (πείθομαι) ὁ [[δύσκολος]] εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287. | |lstext='''βραδῠπειθής''': -ές, (πείθομαι) ὁ [[δύσκολος]] εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />lent à se laisser persuader, lent à obéir.<br />'''Étymologie:''' [[βραδύς]], πείθομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (πείθομαι)
A slow to be persuaded, AP5.286 (Agath.). II reluctant, Nonn.D.4.313.
Greek (Liddell-Scott)
βραδῠπειθής: -ές, (πείθομαι) ὁ δύσκολος εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lent à se laisser persuader, lent à obéir.
Étymologie: βραδύς, πείθομαι.