γλυκυθυμία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλῠκῠθῡμία''': ἡ, [[γλυκύτης]] πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, [[ἑτοιμότης]] ἢ [[προθυμία]] τοῦ νὰ παραδοθῇ τις … , ἀντίθ. τῷ [[ἐγκράτεια]], Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ [[διάθεσις]], [[ἀγαθότης]] ψυχῆς, [[εὐμένεια]], Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B. | |lstext='''γλῠκῠθῡμία''': ἡ, [[γλυκύτης]] πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, [[ἑτοιμότης]] ἢ [[προθυμία]] τοῦ νὰ παραδοθῇ τις … , ἀντίθ. τῷ [[ἐγκράτεια]], Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ [[διάθεσις]], [[ἀγαθότης]] ψυχῆς, [[εὐμένεια]], Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />douceur de caractère, bienveillance.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύθυμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d. II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.). III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότης ἢ προθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις … , ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.