γονυκαμψεπίκυρτος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γονῠκαμψεπίκυρτος''': -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, [[ποδάγρα]] Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, [[αὐτόθι]] 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-. | |lstext='''γονῠκαμψεπίκυρτος''': -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, [[ποδάγρα]] Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, [[αὐτόθι]] 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]], [[κάμπτω]], [[ἐπίκυρτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A twisting the knee awry, of the gout, Luc.Trag. 203.
German (Pape)
[Seite 502] das Knie ganz krumm biegend, ποδάγρα Luc. Tragodop. 202.
Greek (Liddell-Scott)
γονῠκαμψεπίκυρτος: -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, αὐτόθι 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).
Étymologie: γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος.