γρῦ: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γρῦ''': ἐν χρήσει παρὰ κωμικοῖς, ἀείποτε [[μετὰ]] τοῦ οὐδὲ ἢ μηδέ, ἀποκρινομένῳ οὐδὲ γρῦ, οὐδὲ συλλαβήν, Ἀριστοφ. Πλ. 17˙ οὐδὲ γρῦ ἀπαγγέλλειν Δημ. 353. 10˙ [[μηδὲ]] γρῦ λέγε Μένανδ. Ψευδ. 4˙ ὄψου μηδὲν [[μηδὲ]] γρῦ, μηδ’ ὀλίγον, [[μηδόλως]], Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 13˙ διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γρῦ Μένανδ. Ὀργ. 2. (Κοινῶς ἑρμηνευόμενον ἐκ τῆς φωνῆς τῶν χοίρων, =οὐδὲ ἕν γρύξιμον, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. καὶ ἕτεροι λέγουσι ὅτι τὸ γρῦ ἐσήμαινε [[κυρίως]] «τὸν ὑπὸ τῷ ὄνυχι [[ῥύπον]]», [[ὅθεν]]=πᾶν [[πρᾶγμα]] [[ὅλως]] ἀσήμαντον). | |lstext='''γρῦ''': ἐν χρήσει παρὰ κωμικοῖς, ἀείποτε [[μετὰ]] τοῦ οὐδὲ ἢ μηδέ, ἀποκρινομένῳ οὐδὲ γρῦ, οὐδὲ συλλαβήν, Ἀριστοφ. Πλ. 17˙ οὐδὲ γρῦ ἀπαγγέλλειν Δημ. 353. 10˙ [[μηδὲ]] γρῦ λέγε Μένανδ. Ψευδ. 4˙ ὄψου μηδὲν [[μηδὲ]] γρῦ, μηδ’ ὀλίγον, [[μηδόλως]], Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 13˙ διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γρῦ Μένανδ. Ὀργ. 2. (Κοινῶς ἑρμηνευόμενον ἐκ τῆς φωνῆς τῶν χοίρων, =οὐδὲ ἕν γρύξιμον, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. καὶ ἕτεροι λέγουσι ὅτι τὸ γρῦ ἐσήμαινε [[κυρίως]] «τὸν ὑπὸ τῷ ὄνυχι [[ῥύπον]]», [[ὅθεν]]=πᾶν [[πρᾶγμα]] [[ὅλως]] ἀσήμαντον). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=grognement du porc;<br /><i>selon d’autres</i>, saleté qui s’amasse sous les ongles ; un rien (<i>d’ord. avec</i> [[οὐδέ]] <i>ou</i> [[μηδέ]]) : οὐδ’ [[ὅσον]] [[τοῦ]] [[γρῦ]] LUC moins que (<i>litt.</i> pas même autant que) rien.<br />'''Étymologie:''' DELG onomat. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
used with negs., ἀποκρινομένῳ . . οὐδὲ γρῦ not
A a syllable, Ar.Pl. 17, cf. D.19.39; μηδὲ γ. λέγε Men.521; ὄψου μηδὲν . . μηδὲ γ. not a morsel, not a bit, Antiph.190.13; διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γ. Men. 364, cf. Sam.310, Aristaenet.1.17, Jul.ad Ath.273b. (Expld. of the noise of swine, not even a grunt, by Sch.Ar. l.c.; also, a small coin, Suid.; but prop., = dirt under the nail, Hsch., who also explains it as = γρύτη, cf. γρύξ.)
German (Pape)
[Seite 507] (nicht γρύ, s. Arcad.), der Grunzlaut der Schweine, Schol. Ar. Plut. 17; – nach VLL. auch der Schmutz unter den Nägeln, ὁ ἐν τοῖς ὄνυξι βραχὺς ῥύπος B. A. 228; vgl. Zenob. 5, 54; οὐδὲ γρῦ ἀπεκρίνατο, er hat nicht einmal gemuchst, Ar. Plut. 17; μηδὲ γρῦλέγε Men. bei Ammon. p. 67; u. allein, οὐδὲ γρῦ, auch nicht das Geringste, Dem. 19, 39; ὄψου μηδὲν εἰσπλεῖν μηδὲ γρῦ Antiphan. Ath. VIII, 343 (v. 13); φροντίζειν Luc. Lex. 19.
Greek (Liddell-Scott)
γρῦ: ἐν χρήσει παρὰ κωμικοῖς, ἀείποτε μετὰ τοῦ οὐδὲ ἢ μηδέ, ἀποκρινομένῳ οὐδὲ γρῦ, οὐδὲ συλλαβήν, Ἀριστοφ. Πλ. 17˙ οὐδὲ γρῦ ἀπαγγέλλειν Δημ. 353. 10˙ μηδὲ γρῦ λέγε Μένανδ. Ψευδ. 4˙ ὄψου μηδὲν μηδὲ γρῦ, μηδ’ ὀλίγον, μηδόλως, Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 13˙ διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γρῦ Μένανδ. Ὀργ. 2. (Κοινῶς ἑρμηνευόμενον ἐκ τῆς φωνῆς τῶν χοίρων, =οὐδὲ ἕν γρύξιμον, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. καὶ ἕτεροι λέγουσι ὅτι τὸ γρῦ ἐσήμαινε κυρίως «τὸν ὑπὸ τῷ ὄνυχι ῥύπον», ὅθεν=πᾶν πρᾶγμα ὅλως ἀσήμαντον).
French (Bailly abrégé)
grognement du porc;
selon d’autres, saleté qui s’amasse sous les ongles ; un rien (d’ord. avec οὐδέ ou μηδέ) : οὐδ’ ὅσον τοῦ γρῦ LUC moins que (litt. pas même autant que) rien.
Étymologie: DELG onomat.