δαφνηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαφνηφόρος''': -ον, ὁ φέρων δάφνην, δ. τιμαῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 706· δ. κλῶνες, κλῶνες δάφνης φερόμενοι εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴωνι 422· δ. [[ἄλσος]], [[δάσος]] ἐκ δάφνης, Ἡρῳδιαν. 1. 12. ΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 10, 4· Ἀπόλλωνος δαφναφορίω ὑπάρχει ἐν ἐπιγραφῇ τινι τῆς Χαιρωνείας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1595· πρβλ. [[δαφνίτης]], [[δαφναῖος]].
|lstext='''δαφνηφόρος''': -ον, ὁ φέρων δάφνην, δ. τιμαῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 706· δ. κλῶνες, κλῶνες δάφνης φερόμενοι εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴωνι 422· δ. [[ἄλσος]], [[δάσος]] ἐκ δάφνης, Ἡρῳδιαν. 1. 12. ΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 10, 4· Ἀπόλλωνος δαφναφορίω ὑπάρχει ἐν ἐπιγραφῇ τινι τῆς Χαιρωνείας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1595· πρβλ. [[δαφνίτης]], [[δαφναῖος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte une branche <i>ou</i> une couronne de laurier;<br /><i>épiclèse d’Apollon à Érétrie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δάφνη]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνηφόρος Medium diacritics: δαφνηφόρος Low diacritics: δαφνηφόρος Capitals: ΔΑΦΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: daphnēphóros Transliteration B: daphnēphoros Transliteration C: dafniforos Beta Code: dafnhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bay-bearing, δ. τιμαῖς A.Supp.706; δ. κλῶνες branches of bay borne in worship of Apollo, E.Ion422; δ. ἄλση groves of bay-trees, Hdn.1.12.2.    2 Subst., bearer of bays, at Eleusis, IG22.1092B25.    II epith. of Apollo at Thebes, Paus.9.10.4; at Eretria, IG12(9).210.

German (Pape)

[Seite 525] 1) Lorbeerbäume tragend, ἄλσεα, damit bepflanzt, Herodian. 1, 12, 3. – 2) Lorbeerzweige, -kränze tragend, τιμαί Aesch. Suppl. 706; κλῶνες, die Lorbeerzweige, Eur. Ion 422. Bes. heißt so Apollo, Anacr. 11, 6; Plut. Them. 15; vgl. Paus. 9, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνηφόρος: -ον, ὁ φέρων δάφνην, δ. τιμαῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 706· δ. κλῶνες, κλῶνες δάφνης φερόμενοι εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴωνι 422· δ. ἄλσος, δάσος ἐκ δάφνης, Ἡρῳδιαν. 1. 12. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 10, 4· Ἀπόλλωνος δαφναφορίω ὑπάρχει ἐν ἐπιγραφῇ τινι τῆς Χαιρωνείας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1595· πρβλ. δαφνίτης, δαφναῖος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une branche ou une couronne de laurier;
épiclèse d’Apollon à Érétrie.
Étymologie: δάφνη, φέρω.