δασύπους: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰσύπους''': ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων [[πόδα]], δηλ. [[λαγωός]], Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. [[κόνικλος]], Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83. | |lstext='''δᾰσύπους''': ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων [[πόδα]], δηλ. [[λαγωός]], Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. [[κόνικλος]], Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ποδος (ὁ) :<br />sorte de lièvre à pattes velues <i>(lepus timidus), animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A rough-foot, i.e. hare, Lepus timidus, Cratin.400, Alc.Com.17, Antiph.133.6, Arist.HA511a31, LXXLe.11.5, etc.; λαγωὸς δ. Babr. 69.1: prov., χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα, Suid. II in Plin., Prob. rabbit, Lepus cuniculus, HN8.219, 10.173.
German (Pape)
[Seite 524] οδος, ὁ, der Rauchfuß, d. i. der Haase, Arist. H. A. öfter; Cratin. Poll. 5, 68 u. a. eom.; Ath. IX, 402 e; vgl. Plin. H. N. IX, 57, der den dasypus vom Hafen unterscheidet.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύπους: ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων πόδα, δηλ. λαγωός, Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. κόνικλος, Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ) :
sorte de lièvre à pattes velues (lepus timidus), animal.
Étymologie: δασύς, πούς.