Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεκαπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκαπλάσιος''': -ον, [[δέκα]] φορὰς [[τόσος]], Λατ. decuplus, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 615Β· μ. γεν., κατὰ [[δέκα]] φορὰς μεγαλείτερος, Πολύβ. 22. 5, 15· - ἡ δεκαπλασία (ἐνν. [[τιμή]]), τὴν δεκαπλασίαν ἀφαιρεῖν, καταδικάζειν, [[καταδικάζω]] εἰς πληρωμὴν τοῦ ποσοῦ εἰς τὸ δεκαπλάσιον, Δημ. 726. 23, πρβλ. 733. 5. - Ἐπίρρ. -ως Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. Ὡσαύτως -πλασίων, ον, Σχόλ. Ὁμ.
|lstext='''δεκαπλάσιος''': -ον, [[δέκα]] φορὰς [[τόσος]], Λατ. decuplus, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 615Β· μ. γεν., κατὰ [[δέκα]] φορὰς μεγαλείτερος, Πολύβ. 22. 5, 15· - ἡ δεκαπλασία (ἐνν. [[τιμή]]), τὴν δεκαπλασίαν ἀφαιρεῖν, καταδικάζειν, [[καταδικάζω]] εἰς πληρωμὴν τοῦ ποσοῦ εἰς τὸ δεκαπλάσιον, Δημ. 726. 23, πρβλ. 733. 5. - Ἐπίρρ. -ως Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. Ὡσαύτως -πλασίων, ον, Σχόλ. Ὁμ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />décuple.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], -πλάσιος.
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰπλάσιος Medium diacritics: δεκαπλάσιος Low diacritics: δεκαπλάσιος Capitals: ΔΕΚΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: dekaplásios Transliteration B: dekaplasios Transliteration C: dekaplasios Beta Code: dekapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], ον,

   A tenfold, Hp.VM16 ; δ. τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνειν Pl.R.615b: c. gen., ten times greater than, Plb.21.22.15; τὴν δεκαπλασίαν (sc. τιμήν) καταδικάζειν mulct in ten times the amount, Lexap.D.24.105 (dub.); δ. ὑφῃρῆσθαι rob the state of a tenfold penalty, D.24.82. Adv. δεκᾰ-ως Hp.VM6.

German (Pape)

[Seite 542] α, ον, zehnfach, Lys. 19, 35; ἀλγηδόνες δεκαπλάσιαι Plat. Rep. X, 615 b; τὴν δεκαπλασίαν, sc. τιμὴν καταδικάζειν, das Zehnfache als Strafe, Dem. 24, 105; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω Plat. Legg. XI, 914 c; – τινός, zehnmal größer als, Pol. 22, 5, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαπλάσιος: -ον, δέκα φορὰς τόσος, Λατ. decuplus, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 615Β· μ. γεν., κατὰ δέκα φορὰς μεγαλείτερος, Πολύβ. 22. 5, 15· - ἡ δεκαπλασία (ἐνν. τιμή), τὴν δεκαπλασίαν ἀφαιρεῖν, καταδικάζειν, καταδικάζω εἰς πληρωμὴν τοῦ ποσοῦ εἰς τὸ δεκαπλάσιον, Δημ. 726. 23, πρβλ. 733. 5. - Ἐπίρρ. -ως Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. Ὡσαύτως -πλασίων, ον, Σχόλ. Ὁμ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
décuple.
Étymologie: δέκα, -πλάσιος.