δεινότης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεινότης''': -ητος, ἡ, (δεινὸς) [[φοβερότης]], Θουκ. 4.10· [[τραχύτης]], [[αὐστηρότης]], τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ [[ἱκανότης]], [[δεξιότης]], εὐφυΐα, [[πανουργία]], Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ [[ἀλήθεια]], Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D.
|lstext='''δεινότης''': -ητος, ἡ, (δεινὸς) [[φοβερότης]], Θουκ. 4.10· [[τραχύτης]], [[αὐστηρότης]], τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ [[ἱκανότης]], [[δεξιότης]], εὐφυΐα, [[πανουργία]], Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ [[ἀλήθεια]], Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> aspect <i>ou</i> caractère effrayant d’une chose : [[δεινότης]] νόμων THC rigueur des lois;<br /><b>2</b> caractère extraordinaire <i>ou</i> remarquable d’une pers. <i>ou</i> d’une ch. ; habileté, ingéniosité ; <i>particul.</i> habileté <i>ou</i> talent d’orateur.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινότης Medium diacritics: δεινότης Low diacritics: δεινότης Capitals: ΔΕΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: deinótēs Transliteration B: deinotēs Transliteration C: deinotis Beta Code: deino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A terribleness, Th.3.59,4.10; harshness, severity, νόμων Id.3.46.    II cleverness, shrewdness, D.18.144, Arist. EN1144a23; opp. ἀλήθεια, Antipho5.5; esp. in an orator, Th.3.37, D.18.242,277; ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Isoc.1.4; δεινότητα λόγου ἐπιδείκνυσθαι Plu.Pomp.77.    III Rhet., intensity, forcefulness, D.H. Comp.18, Th.53, al., Longin.34.4, Hermog.Id.2.9, al.: pl., Demetr. Eloc.243.

German (Pape)

[Seite 539] ητος, ἡ, das Furchtbare, Schreckliche, Härte, Thuc. 3, 59. 64; εἱργμοῦ Plat. Phaed. 82 e. – Gew. Tüchtigkeit, Geschicklichkeit, Klugheit, δεινότητες καὶ σοφίαι Plat. Theaet. 176 e; vgl. Arist. Eth. 6, 12, 8; bes. vom Redner, kraftvolle Beredtsamkeit, Thuc. 3, 37 u. A.; genauer ἡ περὶ τοὺς λόγους δ. od. ἡ ἐν λόγοις δ., wie δ. λόγου, Plut. Pomp. 77; vgl. D. Hal. iud. Thuc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

δεινότης: -ητος, ἡ, (δεινὸς) φοβερότης, Θουκ. 4.10· τραχύτης, αὐστηρότης, τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ ἱκανότης, δεξιότης, εὐφυΐα, πανουργία, Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ ἀλήθεια, Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 aspect ou caractère effrayant d’une chose : δεινότης νόμων THC rigueur des lois;
2 caractère extraordinaire ou remarquable d’une pers. ou d’une ch. ; habileté, ingéniosité ; particul. habileté ou talent d’orateur.
Étymologie: δεινός.