διακνίζω: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακνίζω''': [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, δ. ἄνθεα Ἀνθ. Π. 4. 1, 32. - Παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 16, 4., 7. 3, 8. 2) μεταφ., [[συντρίβω]] διὰ λόγων δηκτικῶν (κερτομῶ), δ. καὶ συκοφαντεῖ Διον. Ἁλ. π. Δημ. 35. | |lstext='''διακνίζω''': [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, δ. ἄνθεα Ἀνθ. Π. 4. 1, 32. - Παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 16, 4., 7. 3, 8. 2) μεταφ., [[συντρίβω]] διὰ λόγων δηκτικῶν (κερτομῶ), δ. καὶ συκοφαντεῖ Διον. Ἁλ. π. Δημ. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déchirer en grattant ; déchirer ; <i>fig.</i> déchirer par des paroles blessantes.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κνίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A pull to pieces, ἄνθεα AP4.1.32 (Mel.), cf. Dsc.1.44, al.; make incisions in, Orib.9.40.2:—Pass., Arist.HA570a18,583b16. 2 metaph., pick to pieces (by attacking), δ. καὶ συκοφαντεῖ D.H.Dem. 35, cf. Phld.Ir.p.4 W.(dub.).
German (Pape)
[Seite 582] zerkratzen, zerreißen, Arist. u. Sp.; ἄνθεα, Mel. 1, 32 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
διακνίζω: κατακόπτω εἰς τεμάχια, δ. ἄνθεα Ἀνθ. Π. 4. 1, 32. - Παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 16, 4., 7. 3, 8. 2) μεταφ., συντρίβω διὰ λόγων δηκτικῶν (κερτομῶ), δ. καὶ συκοφαντεῖ Διον. Ἁλ. π. Δημ. 35.
French (Bailly abrégé)
déchirer en grattant ; déchirer ; fig. déchirer par des paroles blessantes.
Étymologie: διά, κνίζω.