δευτεροτόκος: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δευτεροτόκος''': -ον, ὁ δευτέραν φορὰν γεννῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 20. ΙΙ. προπαροξ. δευτερότοκος, ον, ὁ [[δεύτερος]] γεννηθείς, Ἰωάν. Χρυσ. 6, 356. | |lstext='''δευτεροτόκος''': -ον, ὁ δευτέραν φορὰν γεννῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 20. ΙΙ. προπαροξ. δευτερότοκος, ον, ὁ [[δεύτερος]] γεννηθείς, Ἰωάν. Χρυσ. 6, 356. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui enfante <i>ou</i> met bas pour la seconde fois ARSTT HA 5.14.20.<br />'''Étymologie:''' [[δεύτερος]], [[τίκτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing a second time, Arist.HA546a12.
German (Pape)
[Seite 553] zum zweiten Male gebärend, Arist. H. A. 5, 14; δευτερότοκος, zum zweiten Male geboren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δευτεροτόκος: -ον, ὁ δευτέραν φορὰν γεννῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 20. ΙΙ. προπαροξ. δευτερότοκος, ον, ὁ δεύτερος γεννηθείς, Ἰωάν. Χρυσ. 6, 356.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui enfante ou met bas pour la seconde fois ARSTT HA 5.14.20.
Étymologie: δεύτερος, τίκτω.