διασείω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασείω''': [[σείω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, [[διασαίνω]] Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., [[ἀποσείω]] τινὰ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) [[συγχέω]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· [[ἐμβάλλω]] φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας [[λαμβάνω]] χρήματα [[παρά]] τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. [[διασεισμός]]), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10.
|lstext='''διασείω''': [[σείω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, [[διασαίνω]] Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., [[ἀποσείω]] τινὰ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) [[συγχέω]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· [[ἐμβάλλω]] φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας [[λαμβάνω]] χρήματα [[παρά]] τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. [[διασεισμός]]), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> remuer, agiter de côté et d’autre;<br /><b>2</b> ébranler fortement, troubler;<br /><b>3</b> intimider, effrayer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σείω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασείω Medium diacritics: διασείω Low diacritics: διασείω Capitals: ΔΙΑΣΕΙΩ
Transliteration A: diaseíō Transliteration B: diaseiō Transliteration C: diaseio Beta Code: diasei/w

English (LSJ)

   A shake violently, Hp.Morb.1.6, dub. in Arist.Ath.64.2; τι εἰς ἀταξίαν Pl.Ti. 85e, cf. 88a; τὴν κεφαλήν Plu.2.435c: c. dat., δ. τοῖν χεροῖν Aeschin. Socr.50; δ. τῇ οὐρᾷ to keep wagging the tail, X.Cyn.6.15:—Med., shake people off, shake oneself free, D.H.1.56.    2 confound, throw into confusion, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109; τοὺς ἀκούοντας Plb.18.45.2; intimidate, oppress, Id.10.26.4, cf. OGI519.14 (Pass.); browbeat, PTaur.1viii13(ii B.C.); extort money by intimidation from a person, PPar.15.37(ii B.C.), Ev.Luc.3.14, etc.: c. gen., PTeb.41.10 (ii B.C.):—Pass., POxy.284.5(i A. D.).    3 of political affairs, throw into confusion, Plu.Cic.10.    4 stir up, in Pass., Dam.Pr.29.    5 sound, take the measure of, Plu.2.580d,704d.

German (Pape)

[Seite 601] (s. σείω), durchschütteln, erschüttern; Plat. Tim. 87 e; τὸ γόμφωμα, Plut. Marc. 15; τοὺς ἀκούοντας, Pol. 18, 28, 2; in Furcht setzen, 10, 26, 4; vgl. τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Her. 6, 109, verwirren, wie τὰ παρόντα Plut. Cic. 10. Auch ταῖς οὐραῖς, = διασαίνω, Xen Cyn. 6-15. – Bei Sp. von Beamten, welche ihre Gewalt mißbrauchen u. durch Drohungen Geschenke erpressen.

Greek (Liddell-Scott)

διασείω: σείω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, διασαίνω Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., ἀποσείω τινὰ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) συγχέω, ἐπιφέρω σύγχυσιν, φέρω εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· ἐμβάλλω φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας λαμβάνω χρήματα παρά τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. διασεισμός), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10.

French (Bailly abrégé)

1 remuer, agiter de côté et d’autre;
2 ébranler fortement, troubler;
3 intimider, effrayer.
Étymologie: διά, σείω.