διανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανοίγω''': μέλλ. -ξω, ἀνοίγω ὀλίγον, Πλάτ. Λύσ. 210Α, Ἑβδ., Κ. Δ.· - ἀνοίγω, [[ἀνατέμνω]] νεκρὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 17, 5. ΙΙ. ἀνοίγω [[ὅπως]] συνδέσω τι, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 10. ΙΙΙ. ἀνοίγω, [[ἑρμηνεύω]], [[ἀναπτύσσω]], τὰς γραφὰς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ', 22, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιζ', 3.
|lstext='''διανοίγω''': μέλλ. -ξω, ἀνοίγω ὀλίγον, Πλάτ. Λύσ. 210Α, Ἑβδ., Κ. Δ.· - ἀνοίγω, [[ἀνατέμνω]] νεκρὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 17, 5. ΙΙ. ἀνοίγω [[ὅπως]] συνδέσω τι, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 10. ΙΙΙ. ἀνοίγω, [[ἑρμηνεύω]], [[ἀναπτύσσω]], τὰς γραφὰς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ', 22, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιζ', 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διήνοιξα, <i>etc.</i><br />entrouvrir, ouvrir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀνοίγω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανοίγω Medium diacritics: διανοίγω Low diacritics: διανοίγω Capitals: ΔΙΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: dianoígō Transliteration B: dianoigō Transliteration C: dianoigo Beta Code: dianoi/gw

English (LSJ)

   A lay open, τοὺς ὀφθαλμούς Pl.Ly.210a; μήτραν Ev.Luc.2.23:—Pass., LXXGe.3.5,al., Sor.1.86; of a dead body, Arist. HA507a21.    II open so as to connect, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Id.Mu.393b3.    III reveal, explain, τὰς γραφάς Ev.Luc. 24.32, cf. Act.Ap.17.3; τὰ τῶν παλαιῶν ἀπόρρητα Aen.Gaz.Thphr. p.5B.

Greek (Liddell-Scott)

διανοίγω: μέλλ. -ξω, ἀνοίγω ὀλίγον, Πλάτ. Λύσ. 210Α, Ἑβδ., Κ. Δ.· - ἀνοίγω, ἀνατέμνω νεκρὸν σῶμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 17, 5. ΙΙ. ἀνοίγω ὅπως συνδέσω τι, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 10. ΙΙΙ. ἀνοίγω, ἑρμηνεύω, ἀναπτύσσω, τὰς γραφὰς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ', 22, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιζ', 3.

French (Bailly abrégé)

ao. διήνοιξα, etc.
entrouvrir, ouvrir, acc..
Étymologie: διά, ἀνοίγω.