διαπειλέω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπειλέω''': σφοδρῶς ἀπειλῶ, Ἡρόδ. 7. 15· δ. ὡς μηνύσει ὁ αὐτ. 2. 121, 3· [[μετὰ]] μέλλ. ἀπαρ., Πλούτ. Ὄθ. 16· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., διαπειλεῖσθαί τινι Αἰσχίν. 7. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 72· μετ᾿ ἀπαρ., Πολύβ. 1. 78, 15.
|lstext='''διαπειλέω''': σφοδρῶς ἀπειλῶ, Ἡρόδ. 7. 15· δ. ὡς μηνύσει ὁ αὐτ. 2. 121, 3· [[μετὰ]] μέλλ. ἀπαρ., Πλούτ. Ὄθ. 16· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., διαπειλεῖσθαί τινι Αἰσχίν. 7. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 72· μετ᾿ ἀπαρ., Πολύβ. 1. 78, 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />menacer fortement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀπειλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰπειλέω Medium diacritics: διαπειλέω Low diacritics: διαπειλέω Capitals: ΔΙΑΠΕΙΛΕΩ
Transliteration A: diapeiléō Transliteration B: diapeileō Transliteration C: diapeileo Beta Code: diapeile/w

English (LSJ)

   A threaten violently, Hdt.7.15; δ. ὡς μηνύσει Id.2.121.γ: c.inf.fut., Plu.Oth.16:—Med., διαπειλεῖσθαί τινι Aeschin.1.43, Alex. 306, PPetr.2p.1: c. inf., forbid with threats, μηθένα φέρειν ὅπλον Plb. 1.78.15; ἄλλα τε δ. καὶ ὡς . . Conon 50.3.

German (Pape)

[Seite 594] heftig drohen; Her. 7, 15; ὡς μηνύσει 2, 121, 3; ἀποσφάξειν Plut. Oth. 16. Häufiger im med.; τινί, Aesch. 1, 43; διηπειλεῖτό σοι Alexis B. A. 82; sequ. inf., Pol. 1, 78, 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπειλέω: σφοδρῶς ἀπειλῶ, Ἡρόδ. 7. 15· δ. ὡς μηνύσει ὁ αὐτ. 2. 121, 3· μετὰ μέλλ. ἀπαρ., Πλούτ. Ὄθ. 16· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., διαπειλεῖσθαί τινι Αἰσχίν. 7. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 72· μετ᾿ ἀπαρ., Πολύβ. 1. 78, 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
menacer fortement.
Étymologie: διά, ἀπειλέω.