διεγγυάω: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεγγυάω''': μέλλ. -ήσω, Ι. ἐπὶ προσ., ἐν τῷ ἐνεργ., δίδω ἢ (κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.) προσφέρομαι νὰ δώσω ἐγγύησιν διά τινα, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαμβάνω]] ἐγγύησιν διά τινα, κατεγγυῶντος Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διηγγυήσατο Ἰσοκρ. 361C. πρβλ. Πλούτ. Καίσ. 11. - Παθ., γίνεταί τις [[ἐγγυητής]] μου, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, πρὸς ἀπαλλαγὴν αὐτῶν οἱ πρόξενοι ἠγγυήθησαν δι’ ὀκτακόσια τάλαντα, Θουκ. 3. 70· ὑπό τινος Δημ. 1358. 28. ΙΙ. [[παρέχω]] ὡς [[ἐνέχυρον]] ἢ ἐγγύησιν, τὰ σώματα χρημάτων, διὰ χρήματα, Διον. Ἁλ. 7. 12.
|lstext='''διεγγυάω''': μέλλ. -ήσω, Ι. ἐπὶ προσ., ἐν τῷ ἐνεργ., δίδω ἢ (κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.) προσφέρομαι νὰ δώσω ἐγγύησιν διά τινα, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαμβάνω]] ἐγγύησιν διά τινα, κατεγγυῶντος Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διηγγυήσατο Ἰσοκρ. 361C. πρβλ. Πλούτ. Καίσ. 11. - Παθ., γίνεταί τις [[ἐγγυητής]] μου, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, πρὸς ἀπαλλαγὴν αὐτῶν οἱ πρόξενοι ἠγγυήθησαν δι’ ὀκτακόσια τάλαντα, Θουκ. 3. 70· ὑπό τινος Δημ. 1358. 28. ΙΙ. [[παρέχω]] ὡς [[ἐνέχυρον]] ἢ ἐγγύησιν, τὰ σώματα χρημάτων, διὰ χρήματα, Διον. Ἁλ. 7. 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner caution, cautionner : τινα [[πρός]] τινα donner caution pour qqn devant un magistrat ; ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι THC ayant été cautionnés par les proxènes moyennant 800 talents;<br /><i><b>Moy.</b></i> διεγγυάομαι-ῶμαι accepter une caution : τινα ἑπτὰ ταλάντων ISOCR accepter une caution de sept talents pour qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐγγυάω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεγγυάω Medium diacritics: διεγγυάω Low diacritics: διεγγυάω Capitals: ΔΙΕΓΓΥΑΩ
Transliteration A: diengyáō Transliteration B: diengyaō Transliteration C: dieggyao Beta Code: dieggua/w

English (LSJ)

   I give bail to produce, σώματα D.H.7.12:—Med., to take bail for, κατεγγυῶντος (v.l. δι-) Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διεγγυήσατο Isoc.17.14, cf. Plu.Caes.11:—Pass., to be bailed by any one, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι bailed by their Proxeni for eight hundred talents, Th.3.70.    2 give security, SIG976.49 (Samos, ii B. C.).    II take pledges, distrain, ib.629.20 (ii B. C.).    III abs., mortgage one's property, LXXNe. 5.3.

German (Pape)

[Seite 617] (s. ἐγγυάω), Einen durch geleistete Bürgschaft befreien; τὸν παῖδα πρὸς τὸν Πολέμαρχον Isocr. 17, 14, wo das med. folgt, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διηγγυήσατο, d. i. versprach ihn frei zu geben; – τριάκοντα ταλάντων, mit 30 Talenten, Plut. Caes. 11; aber τὰ σώματα χρημάτων, = verpfänden, Dion. Hal. 7, 12; u. pass., ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, durch die Proxenie, d. i. auf deren Bürgschaft für 800 Talente freigegeben, Thuc. 3, 70; διεγγυηθεῖσα ὑπό τινος Dem. 59, 41.

Greek (Liddell-Scott)

διεγγυάω: μέλλ. -ήσω, Ι. ἐπὶ προσ., ἐν τῷ ἐνεργ., δίδω ἢ (κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.) προσφέρομαι νὰ δώσω ἐγγύησιν διά τινα, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λαμβάνω ἐγγύησιν διά τινα, κατεγγυῶντος Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διηγγυήσατο Ἰσοκρ. 361C. πρβλ. Πλούτ. Καίσ. 11. - Παθ., γίνεταί τις ἐγγυητής μου, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, πρὸς ἀπαλλαγὴν αὐτῶν οἱ πρόξενοι ἠγγυήθησαν δι’ ὀκτακόσια τάλαντα, Θουκ. 3. 70· ὑπό τινος Δημ. 1358. 28. ΙΙ. παρέχω ὡς ἐνέχυρον ἢ ἐγγύησιν, τὰ σώματα χρημάτων, διὰ χρήματα, Διον. Ἁλ. 7. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner caution, cautionner : τινα πρός τινα donner caution pour qqn devant un magistrat ; ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι THC ayant été cautionnés par les proxènes moyennant 800 talents;
Moy. διεγγυάομαι-ῶμαι accepter une caution : τινα ἑπτὰ ταλάντων ISOCR accepter une caution de sept talents pour qqn.
Étymologie: διά, ἐγγυάω.