διαφάνεια: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφάνεια''': ἡ, = [[διάφασις]], ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ διαφανοῦς, Πλάτ. Φαίδωνι 110D. | |lstext='''διαφάνεια''': ἡ, = [[διάφασις]], ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ διαφανοῦς, Πλάτ. Φαίδωνι 110D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />transparence.<br />'''Étymologie:''' [[διαφανής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ,
A transparency, Pl.Phd.110d.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, Durchscheinen, Durchsichtigkeit, von Steinen, Plat. Phaed. 110 d.
Greek (Liddell-Scott)
διαφάνεια: ἡ, = διάφασις, ἡ ἰδιότης τοῦ διαφανοῦς, Πλάτ. Φαίδωνι 110D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transparence.
Étymologie: διαφανής.