διέλκω: Difference between revisions
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διέλκω''': μέλλ. διελκύσω· ἀόρ. -είλκῠσα Ἀριστοφ. Πλ. 1036, Πλάτ. Πολ. 440Α· ― [[εὐρύνω]], ἀνοίγω, τοὺς ὀφθαλμοὺς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ [[στόμα]] Διογ. Λ. 7. 20. ΙΙ. [[ἕλκω]], [[σύρω]] διὰ μέσου, διὰ δακτυλίου Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[σύρω]] πλοῖα διὰ τοῦ ἰσθμοῦ, Διόδ. 4. 56· πρβλ. [[διισθμίζω]]. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[ἐπιμηκύνω]], [[ἐπεκτείνω]], Πολύβ. 31. 26, 4· δ. βίον, [[σύρω]] τὸν βίον, ζῶ, Πλούτ. 2. 1033D. IV. ἐξακολουθῶ πίνων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1131 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ὑπονοοῦσι τό: τὸν βίον), πρβλ. Ἀποσπ. 163. | |lstext='''διέλκω''': μέλλ. διελκύσω· ἀόρ. -είλκῠσα Ἀριστοφ. Πλ. 1036, Πλάτ. Πολ. 440Α· ― [[εὐρύνω]], ἀνοίγω, τοὺς ὀφθαλμοὺς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ [[στόμα]] Διογ. Λ. 7. 20. ΙΙ. [[ἕλκω]], [[σύρω]] διὰ μέσου, διὰ δακτυλίου Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[σύρω]] πλοῖα διὰ τοῦ ἰσθμοῦ, Διόδ. 4. 56· πρβλ. [[διισθμίζω]]. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[ἐπιμηκύνω]], [[ἐπεκτείνω]], Πολύβ. 31. 26, 4· δ. βίον, [[σύρω]] τὸν βίον, ζῶ, Πλούτ. 2. 1033D. IV. ἐξακολουθῶ πίνων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1131 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ὑπονοοῦσι τό: τὸν βίον), πρβλ. Ἀποσπ. 163. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> διείλκυσα, <i>de</i> *διελκύω;<br /><b>1</b> ([[διά]], avec idée de séparation) écarter : δ. ὀφθαλμούς PLAT ouvrir de grands yeux;<br /><b>2</b> ([[διά]], à travers) tirer à travers;<br /><b>3</b> ([[διά]], jusqu’au bout) tirer jusqu’au bout : δ. βίον PLUT mener la vie jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἕλκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. διελκύσω: aor.
A -είλκῠσα Ar.Pl. 1036, Pl.R.440a:—tear asunder, open wide, τοὺς ὀφθαλμούς Pl.l.c.; τὸ στόμα D.L.7.20. 2 metaph. in Pass., diverge, vary, of Ms. readings, τὸ . . παντὸς διέλκεται κατὰ τὰ ἀντίγραφα Demetr.Lac.1012.23F. II pull through, διὰ δακτυλίου Ar. l.c.; βρόχῳ Hp.Aff. 5. 2 haul ships across an isthmus, D.S.4.56. III of Time, in Pass., to be protracted, Plb.31.18.4:—Act., δ. βίον drag on life, Plu.2.1033d; δ. τὸν φόρον postpone payment of a tax, BGU1116.21 (i B. C.), cf. 1120.35 (i B. C.):—Med., procrastinate, 2dual aor. διηλκύσασθον Hsch. IV continue drinking, Ar.Pax1131 (where others supply τὸν βίον), cf. Fr.109 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
διέλκω: μέλλ. διελκύσω· ἀόρ. -είλκῠσα Ἀριστοφ. Πλ. 1036, Πλάτ. Πολ. 440Α· ― εὐρύνω, ἀνοίγω, τοὺς ὀφθαλμοὺς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ στόμα Διογ. Λ. 7. 20. ΙΙ. ἕλκω, σύρω διὰ μέσου, διὰ δακτυλίου Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) σύρω πλοῖα διὰ τοῦ ἰσθμοῦ, Διόδ. 4. 56· πρβλ. διισθμίζω. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐπιμηκύνω, ἐπεκτείνω, Πολύβ. 31. 26, 4· δ. βίον, σύρω τὸν βίον, ζῶ, Πλούτ. 2. 1033D. IV. ἐξακολουθῶ πίνων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1131 (ἔνθα ἕτεροι ὑπονοοῦσι τό: τὸν βίον), πρβλ. Ἀποσπ. 163.
French (Bailly abrégé)
ao. διείλκυσα, de *διελκύω;
1 (διά, avec idée de séparation) écarter : δ. ὀφθαλμούς PLAT ouvrir de grands yeux;
2 (διά, à travers) tirer à travers;
3 (διά, jusqu’au bout) tirer jusqu’au bout : δ. βίον PLUT mener la vie jusqu’au bout.
Étymologie: διά, ἕλκω.