ἐπεκτείνω

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεκτείνω Medium diacritics: ἐπεκτείνω Low diacritics: επεκτείνω Capitals: ΕΠΕΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: epekteínō Transliteration B: epekteinō Transliteration C: epekteino Beta Code: e)pektei/nw

English (LSJ)

A stretch, Sor.1.10 (Pass.), al.; extend, [τὸ αὔταρκες] ἐπὶ τοὺς ἀπογόνους Arist.EN1097b12:—Pass., to be extended, extend, Id.Ph.217b9, etc.
2 intr., extend, ἐπὶ πλέον Id.APo.96a24; of a people or country, μέχρι.. Str.8.3.11: c. dat., extend over, Olymp. in Mete.75.12.
3 Pass., extend beyond, τῆς οἰκείας ὥρας Thphr. HP 6.8.4; reach out towards, τοῖς ἔμπροσθεν Ep.Phil.3.13.
4 Tact., extend, τοὺς ἱππέας Ascl.Tact. 10.20.
5 expand, ἕν νόημα Hermog.Inv.4.4.
II lengthen, prolong, λόγους Plu.2.1147.
2 pronounce a syllable as long, Arist.Metaph.1014b17.
3 lengthen a word, by inserting a vowel or otherwise (as πόληος for πόλεως) , ἐπεκτεταμένον, opp. ἀφῃρημένον, Id.Po.1457b35; also by adding a syllable, in Pass., A.D.Pron. 34.5,al.
III make more burdensome, τὰς προσόδους Str.17.1.15.

German (Pape)

[Seite 914] (s. τείνω), dazu, noch mehr ausdehnen, erweitern; τὰς προσόδους Strab. XVII, 800, Plut. u. a. Sp.; ἐπεκτείνεται τῆς οἰκείας ὥρας, über die eigentliche Jahreszeit hinaus, Theophr.; – τὸ ἐπεκτεταμένον erkl. Arist. poet. 21 ἐὰν φωνήεντι μακροτέρῳ κεχρημένον ᾖ τοῦ οἰκείου ἢ συλλαβῇ ἐμβεβλημένῃ, wie πόληος für πόλεως, Πηληϊάδεω für Πηλείδου; so auch Schol. öfter.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπεκτενῶ;
étendre encore, allonger de plus en plus.
Étymologie: ἐπί, ἐκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεκτείνω:
1 растягивать, удлинять (ἐπὶ πολύ Arst.; λόγους Plut.): τὸ ἐπεκτείνεσθαι Arst. растяжимость;
2 расширять, распространять (τι επὶ τοὺς ἀπογόνους Arst.);
3 грам. делать долгим, протяженным (ἐπεκτεταμένον ὄνομα Arst.);
4 расширяться (ἐπὶ πλέον Arst.);
5 med.-pass. устремляться (τοῖς ἔμπροσθεν NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεκτείνω: ἐκτείνω περαιτέρω, ἐπεκτείνοντι γὰρ ἐπὶ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἀπογόνους καὶ τῶν φίλων τοὺς φίλους ἐπ’ ἄπειρον πρόεισιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7. 7, κ. ἀλλ. - Παθ., ἐκτείνομαι, ὁ αὐτὸς ἐν Φυσ. Ἀκρ. 4. 9, 8, κ. ἀλλ. 2) ἀμεταβ. = ἐπεκτείνομαι, τῶν δὴ ὑπαρχόντων... ἔνια ἐκτείνει ἐπὶ πλέον ὁ αὐτὸς ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 13, 2· ἐπὶ λαοῦ ἢ χώρας, Στράβων 342. 3) Παθ., ἐκτείνομαι πέραν τινός, ἐπεκτείνεται τῆς οἰκείας ὥρας Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 4· ἐκτείνω ἐμαυτὸν πρός τι, μετὰ δοτ., τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος, «τὸ ἐπεκτεινόμενος τὸν σύντονον δηλοῖ δρόμον,... ἐκεῖνος γὰρ ἐπεκτείνεται, ὅστις, καὶ τῶν ποδῶν τρεχόντων, τὸ λοιπὸν ἐπινένευκε σῶμα πρὸς τὸν Σκοπὸν» (Οἰκουμενίου ἐξήγησις) Ἐπιστολ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 14. ΙΙ. ἐκτείνω, τεντώνω, ἐπιμηκύνω, λόγους Πλούτ. 2. 1147. 2) ἐκτείνω φωνῆεν, προφέρω αὐτὸ μακρῶς, οἷον εἴ τις ἐπεκτείνας λέγοι τὸ υ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 1. - Παθ., τὸ ἐπεκτεταμένον, λέξις καταστᾶσα μακροτέρα διὰ παρεμβολῆς φωνήεντος ἢ ἄλλως πως, οἷον, μοῦνος ἀντὶ μόνος, ἠέλιος ἀντὶ ἥλιος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφῃρημένον, ὁ αὐτὸς ἐν Ποιητ. 21, 23. ΙΙΙ. ἐπαυξάνω, τὰς προσόδους ἐπεκτείνειν βουλομένων Στράβων 800.

English (Thayer)

(present middle participle ἐπεκτεινόμενος); to stretch out to or toward; middle, to stretch (oneself) forward to: with the dative of thing indicating the direction (Winer's Grammar, § 52,4, 7), ἔμπροσθεν, 1at the end).

Greek Monolingual

(AM ἐπεκτείνω) εκτείνω
αυξάνω σε έκταση ή σε αριθμό («επεκτείνει τον κύκλο τών συνεργατών του», «με τη συνθήκη επεκτάθηκαν τα όρια του κράτους»)
αρχ.
1. τεντώνω
2. αναπτύσσω
3. εξαπλώνομαι
4. διευρύνω
5. μετατρέπω βραχύχρονο φωνήεν σε μακρόχρονο
6. επαυξάνω μια λέξη με προσθήκη συλλαβής ή φωνήεντος
7. μέσ. επεκτείνομαι
εκτείνομαι πέρα από τα όρια («τὰ πολλὰ καὶ ἐπεκτείνεται τῆς οἰκείας ὥρας», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

ἐπεκτείνω: [ῑ], μέλ. -εκτενῶ, εκτείνω περαιτέρω — Παθ., εκτείνομαι περαιτέρω, απλώνομαι, τεντώνομαι προς, τινί, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. -εκτενῶ
to extend:—Pass. to be extended, reach out towards, τινί NTest.