διατεταμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
|lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec contention, avec effort, de toute sa force.<br />'''Étymologie:''' διατεταμένος, part. pf. Pass. de [[διατέμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατετᾰμένως Medium diacritics: διατεταμένως Low diacritics: διατεταμένως Capitals: ΔΙΑΤΕΤΑΜΕΝΩΣ
Transliteration A: diatetaménōs Transliteration B: diatetamenōs Transliteration C: diatetamenos Beta Code: diatetame/nws

English (LSJ)

Adv., (διατείνω)

   A with might and main, earnestly, δ. φεύγειν Arist.EN1166b28; ἐνεργεῖν ib.1175a8, cf. Plu.Cat.Mi.26, Iamb.Protr.19, Hierocl.in CA20p.464M.

German (Pape)

[Seite 606] mit Anstrengung, nachdrücklich; φεύγειν Arist. Eth. 9, 4; εἰπεῖν Plut. Cat. min. 26.

Greek (Liddell-Scott)

διατετᾰμένως: ἐπίρρ. (διατείνω), μετὰ πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec contention, avec effort, de toute sa force.
Étymologie: διατεταμένος, part. pf. Pass. de διατέμνω.