Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὅμαυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅμαυλος''': -ον, ([[αὐλή]]), [[ὁμοῦ]] αὐλιζόμενος, [[ὁμόκοιτος]], Ἡσύχ., Φώτ.· - γειτνιάζων, [[γείτων]], τὴν ὅμ. χθόνα Σοφ. (Ἀποσπ. 19) παρὰ Στράβ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἀντὶ ὅμαυδον. ΙΙ. (αὐλὸς) [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, στονόεσσά τε [[γῆρυς]] [[ὅμαυλος]] ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 187.
|lstext='''ὅμαυλος''': -ον, ([[αὐλή]]), [[ὁμοῦ]] αὐλιζόμενος, [[ὁμόκοιτος]], Ἡσύχ., Φώτ.· - γειτνιάζων, [[γείτων]], τὴν ὅμ. χθόνα Σοφ. (Ἀποσπ. 19) παρὰ Στράβ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἀντὶ ὅμαυδον. ΙΙ. (αὐλὸς) [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, στονόεσσά τε [[γῆρυς]] [[ὅμαυλος]] ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 187.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la flûte est à l’unisson ; <i>fig.</i> qui est en harmonie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[αὐλός]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμαυλος Medium diacritics: ὅμαυλος Low diacritics: όμαυλος Capitals: ΟΜΑΥΛΟΣ
Transliteration A: hómaulos Transliteration B: homaulos Transliteration C: omavlos Beta Code: o(/maulos

English (LSJ)

ον, (αὐλή)

   A living together, companion, θεῶν ὅμαυλοι POxy.1083 Fr.1.8 (Satyric drama), cf. Hsch., Phot.    2 neighbouring, τὴν ὅ. χθόνα S.Fr.24.5.    II (αὐλός) playing together on the flute, sounding together in concert, γῆρας Id.OT 187 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 329] 1) zusammenwohnend, bes. Gatte, Gattinn (?). – 2) (αὐλός), zusammenflötend, d. i. zusammenstimmend, einstimmig, παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος, Soph. O. R. 187, Schol. ὁμόφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμαυλος: -ον, (αὐλή), ὁμοῦ αὐλιζόμενος, ὁμόκοιτος, Ἡσύχ., Φώτ.· - γειτνιάζων, γείτων, τὴν ὅμ. χθόνα Σοφ. (Ἀποσπ. 19) παρὰ Στράβ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἀντὶ ὅμαυδον. ΙΙ. (αὐλὸς) ὁμοῦ ἠχῶν, στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la flûte est à l’unisson ; fig. qui est en harmonie.
Étymologie: ὁμός, αὐλός.