διετία: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διετία''': ἡ, = [[διετηρίς]], Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 27, κη΄, 30· διετίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5033.
|lstext='''διετία''': ἡ, = [[διετηρίς]], Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 27, κη΄, 30· διετίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5033.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />durée de deux ans.<br />'''Étymologie:''' [[διετής]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διετία Medium diacritics: διετία Low diacritics: διετία Capitals: ΔΙΕΤΙΑ
Transliteration A: dietía Transliteration B: dietia Transliteration C: dietia Beta Code: dieti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = διετηρίς, Ph.2.536, Act.Ap.24.27, 28.30; διετίᾳ Cleom.1.3, CIG5033 (Nubia), Inscr.Magn. 164.12, POxy.707.24 (ii A. D.), Theo Sm.p.136 H.; ἐκ διετίας βήσσοντα SIG1171.4 (Lebena).

Greek (Liddell-Scott)

διετία: ἡ, = διετηρίς, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 27, κη΄, 30· διετίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5033.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
durée de deux ans.
Étymologie: διετής.