δικαστήριον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκαστήριον''': τό, [[τόπος]] ἐν ᾧ γίνονται δίκαι, δ. συνάγειν Ἡρόδ. 6.85· συγκλείειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317· -ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινὰ, Ἡρόδ. 6.72, 104· εἰς δ. ἄγειν Πλάτ. Φαίδρ. 273Β· ἀναβὰς εἰς τὰ δ. Ἀντιφῶν 143.42· παραδοῦναι τῷ δ. Ἀνδοκ. 3.27· ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Ἰσαῖ. 35.4· πρὸ δικαστηρίου Ἰσοκρ. 150D, κτλ. 2) οἱ δικασταί, Ἀριστ. Σφ. 624, Πλάτ. Νόμ. 880D, κτλ.· [[ἐπειδὰν]] ἀναστῇ τὸ δ. Δημ. 585.9. | |lstext='''δῐκαστήριον''': τό, [[τόπος]] ἐν ᾧ γίνονται δίκαι, δ. συνάγειν Ἡρόδ. 6.85· συγκλείειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317· -ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινὰ, Ἡρόδ. 6.72, 104· εἰς δ. ἄγειν Πλάτ. Φαίδρ. 273Β· ἀναβὰς εἰς τὰ δ. Ἀντιφῶν 143.42· παραδοῦναι τῷ δ. Ἀνδοκ. 3.27· ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Ἰσαῖ. 35.4· πρὸ δικαστηρίου Ἰσοκρ. 150D, κτλ. 2) οἱ δικασταί, Ἀριστ. Σφ. 624, Πλάτ. Νόμ. 880D, κτλ.· [[ἐπειδὰν]] ἀναστῇ τὸ δ. Δημ. 585.9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[δικάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A court of justice, δ. συνάγειν Hdt.6.85; συγκλῄειν Ar.Eq.1317; ὑπὸ δ. ὑπαχθείς Hdt.6.72, cf. 104; εἰς δ. ἄγεσθαι Pl.Phdr.273b; ἀναβὰς ἐς τὸ δ. Antipho 6.21; παραδιδόναι τῷ δ. And.1.17; ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Is.1.1; ἐπὶ τοῦ δ. Id.5.29; πρὸ τῶν δικαστηρίων κληροῦσθαι Isoc.7.54; in Egypt, office of the governor, PLips.64.24 (iv A. D.). 2 the court, i. e. the judges, Ar.V.624, Pl.Lg.880d, etc.; ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δ. D.21.221.
German (Pape)
[Seite 628] τό, der Ort, wo Gericht gehalten wird, Gerichtshof, Gericht; ὑπὸ δικαστήριον ὑπάγειν Her. 6, 72, wie εἰς δ. ἄγειν, ἀναβαίνειν, ἐμπεσεῖν, Plat. Phaedr. 273 b Gorg. 486 b Rep. VIII, 558 b; ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Is. 1, 1; τὰ δ. συγκλείειν Ar. Equ. 1314 u. A. Auch wie bei uns, Gerichtshof, für »die Richter«, αὐτοὶ οἱ δικάζοντες Th. Mag., Plat. Legg. IX, 880 c ἐὰν τὸ δ. τιμήσῃ τὴν δίκην; vgl. Ar. Vesp. 624.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαστήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ γίνονται δίκαι, δ. συνάγειν Ἡρόδ. 6.85· συγκλείειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317· -ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινὰ, Ἡρόδ. 6.72, 104· εἰς δ. ἄγειν Πλάτ. Φαίδρ. 273Β· ἀναβὰς εἰς τὰ δ. Ἀντιφῶν 143.42· παραδοῦναι τῷ δ. Ἀνδοκ. 3.27· ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Ἰσαῖ. 35.4· πρὸ δικαστηρίου Ἰσοκρ. 150D, κτλ. 2) οἱ δικασταί, Ἀριστ. Σφ. 624, Πλάτ. Νόμ. 880D, κτλ.· ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δ. Δημ. 585.9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tribunal.
Étymologie: δικάζω.