δρακονθόμιλος: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρᾰκονθόμῑλος''': -ον, ἀναστρεφόμενος [[μετὰ]] δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267. | |lstext='''δρᾰκονθόμῑλος''': -ον, ἀναστρεφόμενος [[μετὰ]] δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui fréquente les dragons.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]], [[ὁμιλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of dragon brood, A.Supp.267.
German (Pape)
[Seite 664] ξυνοικία, mit Drachen verkehrend, voll Drachen, Aesch. Suppl. 264, ex em.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκονθόμῑλος: -ον, ἀναστρεφόμενος μετὰ δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fréquente les dragons.
Étymologie: δράκων, ὁμιλέω.